Σάββατο 22 Μαρτίου 2025


Το κεφάλι μου είναι μια τεράστια κόκκινη καρδιά.
Ολες μου οι αισθήσεις περνούν μέσα από εκείνη.
Είναι εύκολο να πληγωθεί.
Πρέπει να την προστατεύσω.
Δεν ξέρω τον τροπο για να μην είναι τόσο εκτεθημένη.
Αν ρίξω επάνω της ένα μαντιλι,
Το μαντίλι θα γεμίσει αίμα.
Η καρδιά δεν θέλει τίποτα επάνω της.
Δεν θέλει να προσπαθησεις να την κρύψεις
Θέλει να την αγαπάς.
Θέλει εκείνον να την κοιτάζει, να τη νιωθει, να την ακούει και να τη σεβεται.
Θέλει εκείνον να την αγαπά.
Η καρδιά καταθέτει τα όπλα.
Ζητάει βοήθεια απο νοσοκομείο.
Δεν ξέρει να προστατεύεται.
Πρέπει να γίνει μεγάλη αλλαγή.
Να μπει ξανά μεσα στο σώμα μου.
Κάτι ήξερε η φύση που την έβαλε εκεί.
Πού παντα τη βάζει εκεί.
Μέσα στο σώμα.
Τι ήθελα να την ξεριζωσω και να τη βάλω στο κεφάλι μου.





Νόμισαν πως στεκονταν οι δυο τους μπροστα σε τεραστιο λευκο καμβα.
Πήραν χρώματα με τα χέρια τους να ζωγραφίσουν την αγάπη.
Την έκαναν πολύχρωμη και φωτεινή.
Όμως αυτό δεν τους αρκούσε.
Τότε διαπίστωσαν πως ο καμβάς ήταν παράθυρο από το οποίο μπορούσες να πετάξεις και να βγεις σε κήπο ηλιόλουστο.
Κρατήθηκαν από το χερι και δραπέτευσαν.
Ήταν ανάλαφροι και μόνοι.
Φορουσαν λευκά.
Τα μαλλιά τους ήταν γκρίζα.
Κι ο ήλιος τους ρώτησε τι είναι ευτυχια.
Του απάντησαν πως είναι ο έρωτας, η αγάπη και μια ανάλαφρη καρδιά.
Ο ήλιος τους θαύμασε.
Σπάνια συναντούσε πιο σοφούς από εκείνον.
Έκλεισε το βιβλίο του για λίγο.
Έβγαλε τα γυαλιά του.
Μονολογούσε.
"Ο έρωτας, η αγάπη και μια αναλαφρη καρδιά."





Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025


Εχει την ποιηση στα μάτια.
Τα δάκρυα 
Και στα χείλη του κόκκινα κεράσια.
Η θάλασσα της ψυχής του είναι γαλήνια.
Η μουσική του θυμίζει καλοκαίρι
Οι λέξεις του σου χαϊδεύουν το πρόσωπο
Η φωνή του σε μαγεύει
Και το χαμόγελό του σε ταξιδευει στον κόσμο του Da Vinci.
Απαγορεύεται να τον αγγίξεις, όπως απαγορεύεται το άγγιγμα στα έργα τέχνης σε έκθεση ή στο μουσείο. Παρακαλώ μην αγγιζετε.
Τον φωτογραφίζεις με τον νου.
Οι ώρες που μπορεις να τον δεις ειναι 6 - 8μ.μ. και όχι κάθε μέρα. Μια δυο φορές τον μήνα είναι καλά.
Κόβεις εισιτήριο.
Φοράς τα καλά σου.
Τον συναντάς.
Απαγορεύεται να τον αγγίξεις.
Μπορείς να του ψιθυρίσεις λόγια τρυφερά, αλλά πάντα κοιτάς το ρολόι.
Σκέφτεσαι να τον κλέψεις. Μα δεν μπορεις.
Απαγορεύεται να τον κλέψεις.
Σκέφτεσαι να τον αγοράσεις. Μα δεν πουλιέται.
Θυμασαι οτι έχει ψυχή. Και οι ψυχές δεν αγοράζονται. Όσα κι αν δώσεις.
Απελπισμένη θες να γκρεμίσεις τον χώρο που εκεινος υπάρχει.
Απαγορεύεται να τον γκρεμίσεις.
Φεύγεις από κοντά του με μια στέρηση που σε τρελαίνει.
Πηγαίνεις και τρως.
Θυμάσαι τον ψυχαναλυτή σου.
"...και μετά πηγαινεις και τρως" σου λέει.
Μα ναι.
Πηγαίνεις και τρως.
Απαγορεύεται να τον αγγιξεις.




Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Μου ειπε να μην τον εξιδανικευω. 

Γιατι;

Για το βάρος που θα κρατω στη  βαλιτσα μου;

Και το σύννεφο που θα κρατώ στο χέρι μου;

Δεν το σκέφτηκε;

Δεν σκέφτηκε πως με ενα συννεφο σαν κόκκινο μπαλονι σιγά σιγά θα αρχίσω να ύπταμαι;

Και πως θα γίνω σοφή, τρελή και θα' μαι ακόμα πιο μόνη.

Καθώς θα τα βλέπω όλα από ψηλά. 

Χωρίς να μιλώ.

Εκεί στα σύννεφα θα είμαι μόνη μου, όμως θα είμαι καλά.

Κι όταν θα κατεβαίνω 

Θα προσγειωνομαι σε διαδρόμους νοσοκομείων. 

Οπου ανθρωποι παλεύουν να κρατηθούν στη ζωή. 

Αφού νόσησαν από πένθος βαρύ κι από έρωτα. 

Και θα τους θυμίζω πως στη ζωή υπαρχει και η μαγεια.

Και πώς αν κοιταξουν απ το παράθυρο τον πράσινο κηπο

μπορουν να δραπετεύσουν απο τα δεινά.

Εκεί ενας χρυσός ήλιος θα τους περιμένει να τους σφηξει στην αγκαλιά του 

Βέβαια απο πένθος δραπετετευει κανείς δύσκολα.

Τουλάχιστον να είμαστε με το ένα πόδι στον ήλιο.

Κάτι είναι κι αυτο.

Κι έπειτα θα τους ψιθυρισω τραγούδια. 

Γιατι μες τη σοφια μου εκει στα συννεφα έμαθα να τραγουδω σε νοσούντες και απελπισμένους.

Υπομονή.

Και χρόνος χρειάζεται.

Χρόνος πολύς. 

Είναι κάποιες στιγμές που απο την πολλή αγάπη νομιζεις πως γινεσαι αθάνατος 

Θα συνεχισω να ύπταμαι.

Και να είμαι σοφή, γιατρίνα και μόνη.

Κι αν ερθει να με βρει εκεί

Θα ευτυχήσω.





Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΕΙΧΕ ΧΡΩΜΑ ΡΟΖ. ΟΠΩΣ ΚΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


🌷🌷🌷🌷🌷💌💌💌💌💌


Η προδοσία με έκανε κομμάτια. Πίστεψα σε κάτι πολύ και ήταν παράθυρο που από πίσω δεν υπήρχε κανείς. Μονο μια γάτα έπαιζε με μια γλάστρα και η γλάστρα έπεσε κάτω κι έσπασε. Ακούστηκε ο ήχος μες την ησυχία. Νόμιζα πως στο σπίτι κάποιος έμενε. Μα το σπίτι το είχαν καιρό εγκαταλείψει κι η γάτα σε λίγο καιρο θα πέθαινε. Της άνοιξα την πόρτα να τη σώσω. Η εφημερίδα στο τραπέζι ηταν μιας άλλης εποχής. Περασμένης. Πολύ πριν γεννηθω εγω. Δεν ξέρω πως βρέθηκε εκεί. 3 Σεπτεμβριου του 57. Επικρατούσε ειρήνη. Προχώρησα πιο μέσα και είδα ένα βαλσαμωμένο τέρας. Και στην πολυθρόνα ήταν μια παλιά κούκλα πάνινη με αίμα. Την είχαν παίξει πολύ. Κάποιο κοριτσάκι ίσως πριν προδωθεί. Κρίμα να μένουνε τα σπίτια έτσι εγκαταλελειμένα. Άφησα την πόρτα για τη γάτα ανοιχτή και έφυγα. Καθώς έφευγα γύρισα το κεφάλι μου να δω το παραθυρο για τελευταια φορά. Κρίμα τόσα χρόνια να ζω μέσα σε μια πλάνη. Κρίμα τα σπίτια να μένουν έτσι εγκαταλελειμένα. Προχωρούσα κι ο ήλιος ηταν ζεστός. Μα στην καρδιά μου είχα καρφιά, συρματα μαχαίρια και σπαθιά. Ένα τριχρονο κοριτσι με ροζ φορεμα με κοιταξε στα μάτια και μου είπε πως κανεις δεν κουβαλά στην καρδιά του τοσα πολλά. Γιατι βαραινει κι η καρδια δεν μπορει να τα σηκωσει. Ε τι να απαντησεις τωρα σε ενα τριχρονο κοριτσι. Την αγνοησα. Επειτα στο δρόμο μια παρεα φοιτητων με δειχνανε και κατι ελεγαν. Δεν ειχα καμια δικαιολογια για την αργοπορια μου να ζησω. Καποιοι νομιζαν οτι επαιρνα ουσιες. Οχι. Ποτε. Ημουν καθαρη. Απλως απο μαθητρια που ημουν στο σχολειο δεν ηξερα να ζω. Η ζωη εχει πόνο. Σταθηκα να παρω μια εφημεριδα, αλλά οι εφημερίδες ήτανε παλιές. Μη ξεροντας τι να κανω μπηκα σε ενα ωδειο και ακουσα να παιζουν μουσικη. Ανοιξα ολα τα παραθυρα να ακουγεται παντου στο δρομο. Να ακουνε οι περαστικοι. Επειτα ειδα μια κοπελα με ροζ φορεμα να παιζει μοτσαρτ. Θα ηταν η κοπελα που επαιζε την κουκλα εκεινη. Μεγάλωσε πολύ. Ο πονος της ξεχυνότανε στα πλήκτρα. Θα με μαθεις να παιζω μουσικη; Της ειπα. Ναι, ελα. Μου είπε. Κάθησα διπλα της. Ειχε τη σοφια της μουσικης και της ποιησης. Αυτο ειναι το ντο μου ειπε. Ντο ρε μι φα σολ. Είδες; Ειδα. Της είπα. Πραγματι ειχα δει. Ειχα δει πως στα μάτια της και στη μουσικη και στα πληκτρα εκεινα βρισκόταν η ελεθερία. Και είχε χρώμα ροζ της νεότητας. Και της εμπνευσης. Εδώ είναι η ελευθερία; Τη ρωτησα. Κάνοντας πως δεν γνωρίζω. Από καιρο μου είπε. Σε περίμενε. Με αγκαλιασε και με φίλησε στο μάγουλο. Να μια καλή αρχή για μια νεα ζωή σκέφτηκα. Και επαιξα τη νοτα ντο.


Πίνακας ζωγραφικής: Pierre-Auguste Renoir, 1892 - Two Young Girls at the Piano




Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

 ΠΑΡΑΠΟΝΟ



Το να περιμένεις ολη μερα ενα "ευχαριστώ" και τελικά να ψάχνεις τρόπους να το δωσεις μόνος σου στον εαυτο σου επειδη ο αλλος τρομαξε και σε σκεφτηκε τρελη είναι σύνηθες σε μας τους ποιητές. Όποιοι ποιητές κι αν ειμαστε. Κι ό,τι κι αν γράφουμε. Ώρες ώρες σκέφτομαι πως το να είσαι κάποιου είδους ποιητής είναι κατάρα. Ίσως οι σπουδαίοι ποιητες να ακουσαν περισσότερα "ευχαριστώ" Ή ίσως τα γραπτά μου για κάποιο λόγο να μην ευχαριστούν την πηγή της έμπνευσής μου, επομένως να μην υπάρχει λόγος να το πουν. Πάντως με οποιον τρόπο κι αν το γραφει ο ποιητής το "σ'αγαπώ" και το "πατσαβουριάστηκα για σένα" όσο μικρός ή μεγάλος κι αν είναι, μάλλον σας λέει την αληθεια του.








ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ


Κι όταν εσκαψα πολύ βαθιά μετά από δεκαετίες, βρήκα μια καρδιά ζεστή κόκκινη. Την ξεκλείδωσα. Ω θεέ μου. Άρχισαν να βγαίνουν από μέσα τις άλλες καρδιές κόκκινες. Πολλές. Ήταν εγκλωβισμένες. Απελευθερώθηκαν. Και έτρεχαν να χορέψουν και επιτελους να ζήσουν. Εκλαιγαν για τον εγκλωβισμό τους κάπου χρόνια εικοσι. Εκλαιγαν και απο συγκίνηση. Πόση ελευθερία πια. Επειτα βρήκα μέσα στη καρδια και τον βασανιστή τους. Ηταν φτιαγμενος από σκληρότητα και hansaplast. Κρατούσε τσεκούρι. Βρήκα γάζες ματωμένες. Μηνύματα που εκληπαρούσαν ελευθερία. Κάποιες καρδιές είχαν αποπηραθεί να αυτοκτονήσουν. Άλλες έκαναν κακό στο σώμα τους. Παιδιά δεν είχαν. Πού να τα βρουν; Από τον βασανιστή τους; Κάποιες αγαπούσαν, αλλά το γράμμα δεν μπορούσε να φθάσει στον αγαπημένο και ο αγαπημένος δεν ήξερε τίποτα. Καθώς έτρεχαν και χόρευαν ηρθε και η δημοσιογράφος και τις ρώτησε. Πώς θα είναι τώρα η νέα σας ζωή; Όπως στον ύπνο μας απάντησαν. Και πώς είναι ο ύπνος σας; Ανοίγουμε σαμπάνια με τον αγαπημένο. Είμαστε ευτυχισμένες. Τον λένε Δημήτρη και είναι δάσκαλος και ποιητής. Είναι και ζωγράφος. Απολαμβάνουμε τον τρελό και παράφορο έρωτά μας. Ποτέ άλλωτε δεν γιορτασαμε τόσο. Εκείνος ο ποιητής τι λέει; Σας θέλει; Και τότε όλες οι καρδιές επιτέθηκαν στη δημοσιογράφο. Την εδειραν και την ξεμάλλιασαν. Η δημοσιογράφος έφυγε με σκυμμενο το κεφάλι. Στα όνειρα επιτρέπεται η βία. Και τώρα τι θα κάνουμε; Είπαν οι καρδιές. Τι άλλο;!! Ερωτική εξομολόγηση. Μα βέβαια!!! Ολες μαζί είμαστε πολλές. Γράμμα στον ποιητή. Έτσι θα είμαστε από δω και περα για πάντα ελεύθερες. Και τι θα του πούμε; "Σ' αγαπώ τρελά, βαθιά και παράφορα!!!" Θα τρομάξει. Δεν τρομάζουνε οι ποιητές. Οι ποιητες κι αν τρομάζουν. Δεν θα τρομάξει. Θα πούμε "σ'αγαπω βαθια, τρελά και παράφορα. Το κουρελι: Μαρία." Θα γελάσει. Ας γελάσει. Το γέλιο μακραίνει τη ζωή!!!

Το παρτι τελείωσε. Κι εγώ μαζεύω τα ποτήρια. Τις σερπαντινες και τα κομφετι. Η μουσικη έκλεισε. Πολλη χαρα. Πολλή γιορτη. Κι ομως τιποτα...