Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Φθινοπωρινός καιρός


Σταγόνες βροχής στο πρόσωπό μου

Κι ένας καιρός φθινοπωρινός

Βγαλμένος από film noir

Ξεπλένουν τη θλίψη μου

Λευκή, φρεσκοπλυμένη θλίψη

Τη νύχτα

Ακούει jazz μουσική, κλαίει και αλλάζει τους δίσκους στο pick up

Σκουπίζει τα μάτια της και συλλογιέται

τον καιρό εκείνον τον γλυκό

εκείνον τον φθινοπωρινό

που καθώς την κοίταζε

άθελά του

της έκλεψε τον νου και την καρδιά



Πέμπτη 28 Μαΐου 2020





Μας χωρίζει τόση πολλή απόσταση κι όμως είμαι διάφανη δίπλα σου.



Το ξύλινο παλιό ρολόι



Το ξύλινο παλιό ρολόι

Το ρίχνω μες στο τζάκι για να ζεσταθώ

- Τι να το κάνω άλλωστε -

Πολύ βαραίνουν τα ρολόγια τους τοίχους των σπιτιών

Λίγο ζεσταίνουν οι κουβέρτες

ψυχές ανθρώπων που κρυώνουν

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Στην εκκλησιά

 

Κάτι με τράβηξε σήμερα στην εκκλησιά

Και μπήκα να ανάψω ένα κεράκι

Έριξα το κέρμα

Πήρα το κερί

Έκανα τον σταυρό μου

Το’ σφιξα μες τη χούφτα μου

Το άναψα

Και πριν προλάβω να το βάλω μες την άμμο

Είδα την μορφή σου ήρεμη μεσ’ στη φωτιά του




Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Ροζ



Τα βαψα όλα ροζ για να έχουν χρώματα ευχάριστα. 

Ψέματα σου είπα πως βλέπω καλά.

Τίποτα δεν βλέπω.

Με έχει τυφλώσει το ροζ

Μ΄ εχει γραπώσει το ροζ

Έχω βυθιστεί και πνίγομαι μέσα στο ροζ.




Τα όνειρά μου



Τα όνειρά μου

Πάρτυ σε γειτονιά ανθρώπων που δεν έχουν να φάνε

Μουτζουριασμένα πρόσωπα

Ξέφρενοι χοροί 

Τα όνειρά μου 

Μάζεμα ποτηριών με κρασί και πιάτων με τυρί κι ελιά μετά από ξεφάντωμα

Σκούπισμα και πότισμα μιας αυλής με λάστιχο αργά την νύχτα

Τα όνειρά μου η σιωπή μιας νύχτας

Μια πόρτα που τρίζει

Μια φτωχή κάμαρη

Το κλείσιμο ενός παντζουριού και μια λάμπα που σβήνει

Τα όνειρά μου

Ένα δάκρυ στο μαξιλάρι μου

Τροβαδούροι στον ύπνο μου

Ηλιαχτίδες στην κάμαρή μου την αυγούλα





Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Για πολύ καιρό δεν ήξερε πως ήταν τριαντάφυλλο.






Για πολύ καιρό δεν ήξερε πως ήταν τριαντάφυλλο. Έπαιζε στον κήπο με μια θλίψη. Σίγουρα θα ήταν κάτι λιγότερο από όλα τα άλλα τριαντάφυλλα και τα υπόλοιπα λουλούδια που υπήρχαν. Γιατί αν ήταν τριαντάφυλλο όλοι θα του χαμογελούσαν γιατί αγαπάν τα τριαντάφυλλα. Τους συγκινούν, τους ξυπνούν μνήμες και τους ταξιδεύουν. Τους κάνουν να ονειρεύονται, να ελπίζουν και να αγαπούν. Είναι τόσο όμορφα τα τριαντάφυλλα!! Όχι, όχι εκείνο πίστευε πως αποκλείεται να ήταν. Ίσως επίσης να μην είχε και τόσο ωραίο άρωμα. Ίσως τα άλλα λουλούδια να ήταν πιο ωραία. Αφού κανένας ποτέ δεν του μίλησε για το πόσο όμορφα μυρίζει. Αφού κάποτε κόντεψαν να το τσαλαπατήσουνε και να το σκοτώσουν. Ίσως το χρώμα του να μην ήταν όμορφο. Να ήταν κάποιο που το έκανε να γίνεται απαρατήρητο. Δεν τολμούσε να ρωτήσει τα άλλα τριαντάφυλλα πώς ήταν. Ούτε τα υπόλοιπα λουλούδια του κήπου αυτού. Το φόβιζε η απάντηση. Υπέθετε μόνο από τα φερσίματα. Άλλες φορές πίστευε πως ήταν κάποιο λουλούδι κόκκινο. Άλλες φορές πίστευε πως ήταν καφετί. Άλλες άσπρο… άλλες μαύρο… Περισσότερο κατέληγε στο μαύρο. Κάποιες φορές όμως σκεφτόταν μήπως ήταν κίτρινο ή πορτοκαλί. Δεν είναι άσχημο και το κίτρινο. Ούτε το πορτοκαλί. Φοβόταν πολύ να ρωτήσει τα άλλα τριαντάφυλλα. Αυτά που ήταν δίπλα του και το ζούσαν περισσότερο. Άλλωστε ποιος ξέρει αν θα του έλεγαν αλήθεια. Είχε απομονωθεί από τα άλλα τριαντάφυλλα γιατί ένιωθε πιο άσχημο. Η απομόνωση έβρισκε πως ήτανε μια λύση. Ίσως η καλύτερη. Και πως δεν είχε όπως αυτά την ίδια καλή τύχη. Άλλωστε και οι γονείς του ποτέ δεν του είχαν πει πως ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Έτσι λοιπόν ζούσε όλη του τη ζωή. Όταν ήτανε πιο νέο αγάπησε κάποια όμορφα λουλούδια και κάποια λιγότερο όμορφα, αλλά με καλή ψυχή, με πάθος πολύ. Έζησε υπέροχες στιγμές μαζί τους που δεν κρατήσαν για πολύ. Δεν κράταγε πολύ η μια στιγμή, δεν κράταγε η δεύτερη, δεν κράταγε η τρίτη…. Είδε κι απόειδε πια και το πήρε απόφαση. Τέρμα πια οι αγάπες με τα άλλα τα λουλούδια. Στιγμές υπέροχες που σβήνουν και γίνονται με μιας ασήμαντη σκόνη. Μη φανταστείτε καμιά αστερόσκονη, όχι. Ήλπιζε κάποιες φορές να γίνονταν τουλάχιστον οι εμπειρίες αστερόσκονη, αλλά μπα… Ασήμαντη σκόνη. Είδε κι απόειδε λοιπόν και έπαψε με τα άλλα λουλούδια να μιλάει. Έλεγε μόνο τα τυπικά. Καλημέρα, τι κάνετε; Καλά ευχαριστώ. Καλό σας απόγευμα. Ωραίος καιρός σήμερα. Καλή σας νύχτα. Ώσπου μια μέρα… Απόγευμα ήτανε θαρρώ. Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα.. Ένα κοριτσάκι, εκεί που έπαιζε στον κήπο, ξάπλωσε δίπλα του. Κι αφού τραγούδησε έβγαλε ένα καθρεφτάκι. Το τριαντάφυλλό μας σάστισε!!! Δεν περίμενε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Το καθρεφτάκι ήταν πολύ κοντά. Αν έγερνε λίγο θα έβλεπε πώς ήταν. Ώ Θεέ μου!!! Δεν το χωρούσε το μυαλό του!!! Επιτέλους θα μάθαινε πώς ήταν!!! Αλλά η καρδιά του χτυπούσε δυνατά!!! Θα μπορούσε άραγε να αντέξει την πραγματικότητα; Κι αν ήταν πολύ σκληρή; Κι αν το πονούσε αφόρητα; Και αν ντρεπόταν περισσότερο για όλη την υπόλοιπη ζωή του; Κι αν του ερχόταν να πεθάνει;!!! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και άρχισε να τρέμει!!! Όχι, όχι, δεν θα το κάνει… δεν θα κοιτάξει…. όχι…. Μα… είχε περιέργεια…. Άρχισε να κουνά πέρα δώθε τα φύλλα του… Ήταν κάπως νευρικό… Αρκετά θα λέγαμε… Ώσπου.. Ώσπου… την πήρε την απόφαση. Γέρνει γρήγορα και βλέπει!!! Ω θεέ μου!!! Είδε!!! Είδε!!!! Επιτέλους είδε!!! Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε!!! Μήπως ο καθρέφτης ήταν μαγικός; Και τα έκανε να φαίνονται όλα ωραία; Κοίταξε το κοριτσάκι κι έπειτα κοίταξε το είδωλο του κοριτσιού στον καθρέφτη. Ήταν ίδιο. Μήπως ο καθρέφτης ομορφαίνει μόνο τα λουλούδια; Όχι. Μάλλον ήταν αλήθεια. Ήταν αυτό που έβλεπε!!! Ένα υπέροχο κόκκινο τριαντάφυλλο!!! Απίστευτο!!! Αυτό που συνέβαινε ήτανε απίστευτο!!! Όλη του τη ζωή την έζησε πιστεύοντας πως ήταν κάτι άλλο. Κι όμως ήταν ένα υπέροχο κόκκινο τριαντάφυλλο!!! Αλλά δεν το αγαπήσαν. Ίσως τότε να ήταν ένα υπέροχο κόκκινο τριαντάφυλλο που δεν το αγαπήσαν. Αναρωτήθηκε γιατί, αλλά δεν μπόρεσε να δώσει μιαν απάντηση. Μήπως έχει κάτι που δεν είναι αρεστό και δεν το ξέρει; Ξέρει όμως τουλάχιστον αυτό. Ότι είναι ένα υπέροχο κόκκινο τριαντάφυλλο!!! Και τώρα; Τώρα; Σκέφτεται μάλλον να συνεχίσει την ίδια τη ζωή. Γιατί έχει κάτι φαίνεται που δεν είναι αρεστό. Μήπως τελικά δεν είναι όλα τα κόκκινα τριαντάφυλλα αρεστά; Μήπως νόμιζε, αλλά έκανε λάθος; Μάλλον θα συνεχίσει την ίδια τη ζωή. Τη ζωή που έκανε. Αλλά… μπορεί και όχι. Μπορεί να αλλάξει κάτι. Θα σκεφτεί. Θα φανταστεί. Μήπως να αρχίσει ξανά να ονειρεύεται; Μήπως να αρχίσει ξανά να ερωτεύεται; Μήπως να αρχίσει πάλι να μιλά; Τι να κάνει, δεν ξέρει… Θα το σκεφτεί… 

 


Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Η κόκκινη βάρκα






Είμαι μια κόκκινη βάρκα μέσα σε λίμνη. 

Κόκκινη ξεθωριασμένη βάρκα. 

Ξύλινη. 

Σε λίμνη. 

Απ’ αυτές που έχουν και κουπί. 

Κάνω τις ήσυχες βόλτες μου στη λίμνη ώσπου κάποια στιγμή στα βράχια  χτυπώ. 

Αιμοpραγώ, αλλά στην κόκκινη βάρκα το αίμα δεν φαίνεται. 

Χρειάζομαι βοήθεια. 

Ίσως τα πουλιά. Ίσως οι γλάροι να με σώσουν. 

Προς το παρόν είμαι μια κόκκινη βάρκα που αιμορραγεί μέσα σε λίμνη.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Πήγαινέ με....




Πήγαινέ με εκεί που οι ψυχές των ανθρώπων σου χαϊδεύουν απαλά το πρόσωπο. Εκεί που σου κρατούν το χέρι. Εκεί πήγαινέ με. Στα ήσυχα νερά μιας λίμνης. Εκεί που ανθίζει η αγάπη και γίνεται φως.



Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Οι μάσκες

 

 



Κάποιοι δημιουργήσαμε την μάσκα μας προσεχτικά και με πολύ μεράκι . Σιγά σιγά πιέζαμε με τα δάχτυλά μας τον χαρτοπολτό. Να δώσουμε το σχήμα. Μετρήσαμε προσεχτικά για να εφαρμόζει καλά στο πρόσωπο. Το χαμόγελο το δημιουργήσαμε αχνό. Όπως πρέπει. Όπως είναι αρεστό. Έτσι άλλωστε το έχουν οι περισσότεροι. Δημιουργήσαμε στο πρόσωπο γωνίες και στα μάγουλά μας μήλα. Γιατί έτσι αρέσει γενικά. Τα χίλια μας τα φτιάξαμε χυμώδη και μεγάλα. Έτσι αρέσουνε κι αυτά. Τα βάψαμε ζουμερό κόκκινο οι γυναίκες και οι άνδρες απαλό ροζ. Ό, τι καλύτερο. Τα μάτια μας τα κάναμε να φαίνονται κάπως μεγαλύτερα με φίνο σχήμα. Το ρουζ απαραίτητο. Στολίσαμε στην μάσκα μας λουλούδια και κάποιες γυναίκες έβαλαν και στρας. Άλλοι τα κόλλησαν κι άλλοι τα έβαψαν με πινελάκι και ακρυλικά. Δεν λείπει το χρυσό από τη μάσκα φυσικά. Οι πιο πλούσιοι κολλάνε φύλλα χρυσού. Οι πιο φτωχοί αγοράζουν χρυσό ακρυλικό. Όσα περισσότερα χρήματα διαθέτει κανείς, τόσο περισσότερα φύλλα χρυσού κολλάει. Οι μάσκες μας συνήθως είναι εντυπωσιακές. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι. Αυτοί που είπαν «έλα μωρέ, δε βαριέσαι… δεν φοράω μάσκα. Θα βγω με το πρόσωπό μου γυμνό". Και βρέθηκαν ξαφνικά εκτεθειμένοι. Τουλάχιστον έτσι ένιωσαν. Και έψαχναν παντού να βρουν λίγο χαρτί ή κάποιο πλαστικό. Για να καλύψουνε το πρόσωπό τους. Και όταν φτιάξαν πρόχειρα μια μάσκα ανάγκης και τους κοίταξαν περίεργα, είπαν πως τέτοιου είδους μάσκες είναι της μόδας. Τις φοράν πολλοί συχνά. Είναι εναλλακτικές και δημιουργήθηκαν έπειτα από πολλή φιλοσοφία. Είναι άποψη. Και τέλος υπάρχουν και οι άλλοι. Αυτοί που είπαν «έλα μωρέ τι έγινε. Δεν θα φορέσω μάσκα». Και όταν ένιωσαν εκτεθειμένοι, κοκκίνισαν, αλλά δεν φόρεσαν. Και στάθηκαν απέναντι στους άλλους με πρόσωπο γυμνό. Ήλπισαν για κάποια κατανόηση. Οι περισσότεροι όμως τρόμαξαν. Δεν έχουν συνηθίσει τέτοιου είδους θεάματα. Κάποιοι τους είπανε τρελούς. Άλλοι απλά διαφορετικούς. Οι περισσότεροι τους άφησαν μονάχους. Ψάχνουν στον δρόμο για παρέα. Άλλοι παραιτούνται από το ψάξιμο. Κάποιοι πιο τολμηροί με μάσκες, κάνουν τους ανθρώπους με γυμνό πρόσωπο παρέα. Κάποιες φορές – σπάνια – καταφέρνουν οι άνθρωποι με το γυμνό πρόσωπο να συναντηθούνε μεταξύ τους. Τότε συνήθως κάνουνε παρέα. Βρίσκουν ένα τραπέζι στη γωνιά ενός καφέ. Πηγαίνουν σινεμά ή μαζεύονται σε σπίτι. Στις συζητήσεις τους συχνά εύχονται να γίνονταν πολλοί. Πού και πού βγαίνοντας απ’ το σπίτι τους διαπιστώνουν πως τους έβαλαν γύρω απ’ αυτό συρματοπλέγματα. Δημιουργούν τρύπες και βγαίνουν. Φωνάζουν έπειτα πως τους έβαλαν συρματοπλέγματα. Κανείς δεν τους ακούει. Φωνάζουν πως αδικήθηκαν. Κανείς δεν απαντά. Δεν είναι της ώρας. Έχουν άλλα θέματα να λύσουν. Δεν μας αφορά στο κάτω κάτω το πρόβλημα του καθενός. Μας αφορούν συλλογικά προβλήματα. Κι η αγανάκτηση και από τις δυο πλευρές δεν έχει τελειωμό. Αυτοί λοιπόν είμαστε οι άνθρωποι κι αυτές είναι οι μάσκες μας. Κι ο έχων την πιο εντυπωσιακή συνήθως μας κερδίζει.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Η βολική μάσκα




Πολύ βολική. Η βολική μάσκα. Τη βάλαμε και ξεμπερδέψαμε. Την βάλαμε και ησυχάσαμε. Την έβαλε ο άλλος. Την έβαλε κι άλλη. Την έβαλε ο φούρναρης. Την έβαλε ο μπακάλης Ο γκόμενος. Η γκόμενα, Ο διευθυντής. Ο κολλητός σου. Την βάλαμε και ξεμπερδέψαμε Και είμαστε όλοι ίδιοι. Όλοι με αυτό το αχνό χαμόγελο. Και πηγαίνουμε έτσι στη δουλειά μας. Κάποιοι πηγαίνουμε έτσι και στα σπίτια μας. Και συνεχίζουμε να χαμογελάμε Και συνεχίζουμε να χαιρετάμε Με κινήσεις σχεδόν ρομποτικές. Όχι πολλές αγκαλιές. Όχι πολλές διαχυτικότητες. Όχι πολλές αλήθειες. Για την ακρίβεια σχεδόν καμία αλήθεια. Λέμε μόνο τα καλά για να αρέσουμε. Για να μην κινδυνεύουμε. Δε μιλάμε για τις αδυναμίες. Για λάθη. Για πάθη Για ήττες. Δε μιλάμε για χαστούκια. Για απόρριψη. Για γονάτισμα. Είμαστε όλοι ίδιοι. Έτσι λέμε. «Α κι εσύ; Κι εγώ. Τι σύμπτωση». «Πολύ χάρηκα που σε γνώρισα». Και δεν έχεις γνωρίσει τίποτα. «Κι εγώ». Και ούτε που τον ξέρεις ούτε που σε ξέρει. Δε χτυπάς το φλιτζάνι πολύ με το κουτάλι μην ακουστεί. Δεν κάνει. Ούτε ρουφάς το τσάι με θόρυβο. Δεν είναι σικ. Δεν βουτάς τα χέρια σου στην πάστα. Την τρως με το κουτάλι. Και άμα είναι πιο σκληρή χρησιμοποιείς και το μαχαίρι σου. Είμαστε σικ. Και καθώς πρέπει Και φοράμε μίνι φούστα οι γυναίκες και φερόμαστε σα να βάλαμε μακριά. Την τραβάμε να κατέβει Και κάνουμε σα να μας σκίστηκε. Κάνουμε έρωτα ή γουστάρουμε απλά να προκαλούμε. Να προκαλούμε τον απέναντι. Να προκαλέσουμε τον γείτονα Να προκαλέσουμε τον τύπο στο μετρό που ούτε θα τον ξαναδούμε. Και αν μας κλείσει κανά μάτι στραβομουτσουνιάζουμε. Και λέμε «αι στο διάολο βρε μαλάκα.» Και ψάχνουμε τη σχέση. Και φτιάχνουμε μια σχέση ή είμαστε μόνοι. Και ο ένας δε μας κάνει. Ο άλλος δε μας κάνει. Ο τρίτος είναι κρύος. Καθόμαστε στη στάση του μετρό με τα εσώρουχα σχεδόν να φαίνονται. Βάζουμε τη μάσκα και δείχνουμε τα μπούτια μας. Και μεγαλώνουμε. Και ωριμάζουμε Και γινόμαστε όλο και πιο σικ. Και η έκφραση από μέσα μας νεκρώνει. Το αχνό χαμόγελο όμως στη μάσκα πάντα. Εκεί. Την φοράμε το πρωί και την βγάζουμε το βράδυ πριν πάμε για ύπνο ή πριν κάνουμε έρωτα. Κάποιοι την φοράμε ακόμα κι όταν κάνουμε έρωτα. Έχουμε πλύνει πριν πλαγιάσουμε το πρόσωπό μας. Σβήνουμε το φως Ξαπλώνουμε Κι όταν πια μας πάρει ο ύπνος Εκεί πια δε χωράνε μάσκες. Ούτε προς τον εαυτό μας Εκεί πια ξεμπροστιαζόμαστε.  



Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Ο μονόλογος μιας καλλιτέχνιδος που έπαιζε στο θέατρο τζάμπα ή γιατί να σεβαστώ τον εαυτό μου; Εμένα ποιος με σεβάστηκε;




Πάντοτε είχα μια προτίμηση στις μεγάλες σκηνές. Τις παλιές Ιταλικές!! Σε μια τέτοια σκηνή πρωτόπαιξα. Ήταν μάλιστα γύρω γύρω το αγαπημένο μου ροζ. Αυτό το παλιό. Και η αυλαία – αν θυμάμαι καλά ήταν χοντρό καφέ βελούδο. Ξέρετε… απ’ αυτές τις πολύ βαριές. Κάτω είχε σανίδι. Η πρώτη μου εμπειρία ήταν στο σανίδι. Ήταν αρκετά μεγάλη και ευρύχωρη σκηνή, αν τη συγκρίνεις με κάποιους μικρούς χώρους για θέατρο που έχουμε τώρα. Τα καθίσματα στην πλατεία θυμάμαι ήταν μπορντό βελούδο. Ή μήπως δεν θυμάμαι καλά. Πώς γίνεται τα καθίσματα να ήταν μπορντό και η αυλαία καφέ. Ας δω παλιές φωτογραφίες απ’ τις τότε παραστάσεις μου μήπως διακρίνω κάτι. Χμ… Κι όμως… θυμάμαι πολύ καλά!!! Παρόλο που πάνε 22 χρόνια από τότε. Η αυλαία – απ’ ότι είδα στις φωτογραφίες που έχω σ’ έναν φάκελο μέσα σε ένα κουτί – είναι καφέ. Άρα τα καθίσματα… Μπορντό; Καφέ και μπορντό… τι κακόγουστο… Τέλος πάντων. Εδώ που τα λέμε δεν είναι και τόσο κακόγουστο. Αν ήταν όλα μπορντό θα έπεφτε πολύ μπορντό. Κι αν ήταν όλα καφέ, θα έπεφτε πολύ καφέ. Χμ.. τελικά πρωτόπαιξα σε ένα πολύ ωραίο θέατρο. Σε ένα θέατρο του γούστου μου. Δεν ήξερα τότε πόσο πολύ θα το προτιμούσα από κάποιες άλλες μικρές σκηνές στο μέλλον. Ήταν το θέατρο Αρσακείου Ψυχικού. Και όταν ανέβηκα πρώτη φορά με ρόλο ήμουν 14 χρονών.
Ένα βαρύ φορτίο ήταν το σχολείο για εμένα. Κι η σκηνή ένας τόπος που ξεδιψάς και απελευθερώνεσαι. Στο θέατρο δεν τον φοβόμουν τον δάσκαλο, όπως στην τάξη. Ενώ στην τάξη μου ήμουν από τις πιο κακές και αμελείς μαθήτριες, στο θέατρο ήμουν πρώτη και απ΄τις καλύτερες. Το θεωρούσα φυσικό και επόμενο αφού ήθελα να γίνω επαγγελματίας ηθοποιός να ήμουν από τις πιο καλές. Ωστόσο τότε είχα πολύ καλές ηθοποιούς συμμαθήτριες. Υπήρχαν κάποιες που τις εκτιμούσα πολύ για το ταλέντο τους και τις αγαπούσα. Απολάμβανα να παίζω μαζί τους. «Είσαι επαγγελματίας μου έλεγε ο σκηνοθέτης μας κι εγώ το θεωρούσα επίσης φυσικό και επόμενο. Όπως φυσικό κι επόμενο θεωρούσα να μάθω την ίδια νύχτα που αγόρασα το βιβλίο τα λόγια της πρώτης πράξης του πρωταγωνιστικού μου ρόλου. Όπως φυσικό κι επόμενο ήταν να έχω μάθει όλα τα λόγια του πρωταγωνιστικού μου ρόλου πριν ο σκηνοθέτης ανακοινώσει τη διανομή. Ήταν θυμάμαι τότε η σειρά μου να πάρω τον πρωταγωνιστικό. Ήμουν και την προηγούμενη χρονιά πρωταγωνίστρια, αλλά μαζί με άλλες. Την πάρα προηγούμενη έκανα απλώς ένα κορίτσι. Σκεφτόμουν πως όταν θα γίνω εγώ πρωταγωνίστρια θα έχω όλον τον θίασο ενωμένο και θα αγαπιόμαστε όλοι. Όχι σαν τις άλλες που δε μας έκαναν παρέα στις προηγούμενες παραστάσεις. Εγώ έτσι το είχα ονειρευτεί κι έτσι έκανα. Με παίδεψε όμως μέχρι να μου τον δώσει γιατί έβαζε και άλλη μια κοπέλα να διαβάζει ο σκηνοθέτης μας, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Ο σκηνοθέτης μας όταν ήμουν 12 και 13 χρονών με αγαπούσε πολύ. Μου έδειχνε μια τεράστια συμπάθεια. Ήμουν η πριγκίπισσα του δηλαδή. Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια μου έδειχνε όλο και λιγότερη συμπάθεια. Την τελευταία χρονιά πια που με έκανε πρωταγωνίστρια πάνω στη σκηνή, παρόλο που με έλεγε επαγγελματία με έβριζε. Τα νεύρα μου τσακίζονταν θυμάμαι, αλλά συνέχιζα σιωπηλά. Δεν καταλάβαινα τι είχε μαζί μου. Ούτε καταλάβαινα γιατί έκανε με τις άλλες παρέα και τις φιλούσε και με εμένα όχι. Δεν καταλάβαινα γιατί είχε πάψει να μου λέει Do you love me? Και Me too. Δηλαδή δε με αγαπούσε επειδή μεγάλωσα; Η ψυχή μου μ’ έπιανε. Με βασάνισε την τελευταία χρονιά με αυτή του την απόσταση. Μήπως γιατί όταν μου έκοψε πάρα πολλά λόγια από την Κασσάνδρα που έκανα την προηγούμενη χρονιά του φώναξα πολύ και του είπα «εγώ στην παράσταση θα βγω και θα τα πω»; Αφού έκοψε όμως και από τις άλλες ησύχασα. Νόμιζα ότι τα κόβει τα περισσότερα από εμένα γιατί δεν με αγαπά. Δ. τον έλεγαν και τον λένε. Τώρα είναι διευθυντής σε κάποιο θέατρο.
Ήμουν η πριγκίπισσα του Δ. που για κάποιο λόγο την έβριζε. Ήμουν πάρα πολύ θυμωμένη που έκανε περισσότερο παρέα με τις άλλες και με μένα όχι. Μα κοτζάμ πριγκίπισσα να με αφήνει μόνη μου; Τέλος πάντων. Και οι γονείς μου, που δεν τον πολυσυμπαθούσαν, μου είχαν πει, ότι τον είχαν δει σε ένα πάρτι του θεατρικού ομίλου, όταν με πηγαίνανε, τον αγαπημένο μου δάσκαλο στο αυτοκίνητο μαζί με μία συμμαθήτριά μας. Καλή ηθοποιό δε λέω, αλλά δεν την πολυσυμπαθούσα. Και πώς ντυνόταν έτσι σέξι βρε παιδί μου στο σχολείο. Καλή ηθοποιός. Μπήκε στο θέατρο Τέχνης. Κρίμα που τα παράτησε. Τι να πω.. δε θα την ενδιέφερε φαίνεται. Και πάρα πολύ ωραία κοπέλα. Αυτή ρε παιδί μου ήταν πολύ μεγαλωμένη και φαίνεται ότι ασχολιόταν με τους άντρες. Εγώ πάλι έκανα παρέα μόνο τις φίλες μου. Και στο σχολείο μου έλεγε η μαμά μου και ντυνόμουνα σεμνά. Και τέλος πάντων τον είδαν με αυτή την κοπέλα. Και λέω «θα την έφερε στο πάρτι με το αυτοκίνητο» «όχι» μου λένε «πρέπει να έχει και κάποιου άλλου είδους σχέση». «Γιατί;» λέω «πού το ξέρετε;» «Ε.. έτσι φάνηκε, την είχε κάπως αγκαλιάσει.» Εγώ τότε φυσικά δεν είχα ιδέα ότι μπορείς να κάνεις σεξ στο αυτοκίνητο. Αυτό το έμαθα δέκα χρόνια μετά. Να φανταστείτε είχα και έναν ρόλο τότε στη σχολή και έκανα μια μεσήλικη, γλυκιά, λαϊκιά, κουφή γεροντοκόρη, ηρωίδα του Τέννεση Ουλλιαμς από το «Μια υπέροχη Κυριακή για εκδρομή» και έλεγε μέσα αυτή «τα ξέρω αυτά τα νέα αυτοκίνητα που πέφτει το κάθισμα πίσω, μου τα έχουν πει» και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς πέφτει το κάθισμα πίσω και πόσο ακριβώς. Οι γονείς μου όμως μου είπαν όταν του ξαναρώτησα δέκα χρόνια μετά ότι δεν τους είδανε σε κάτι πολύ απαγορευμένο, απλώς την αγκάλιαζε. Ε, τι να πω. Για να το λένε οι γονείς μου έτσι θα΄ ναι. Δε νομίζω δηλαδή να μου λένε ψέματα.
Όταν λοιπόν τελείωσα το σχολείο και καθώς δε τα’ παιρνα τα γράμματα, (με ρωτούσαν όλοι «τους ρόλους σου πώς τους μαθαίνεις» ε άλλο αυτό. Πάντως ορθογραφία ξέρω καλή και κάνω και αριθμητικούς υπολογισμούς σχετικά γρήγορα μου λένε. ) όταν λοιπόν τελείωσα το σχολείο είπα στους γονείς μου να με προετοιμάσει για την εισαγωγή σε δραματική σχολή ο Δ. Οι γονείς μου όμως δεν τον πολυσυμπαθούσαν, δεν ξέρω γιατί…. δηλαδή… καταλαβαίνω… ήθελαν να με προφυλάξουν φαίνεται επειδή τους είχα πει ότι ο Δ. στις πρόβες με έβριζε. Τέλος πάντων δεν ήθελαν να με προετοιμάσει αυτός κι εγώ δεν επέμενα. Με προετοίμασε ένας οικογενειακός μας φίλος που όταν ήταν νέος είχε σπουδάσει ηθοποιός και σκηνοθετούσε μια ερασιτεχνική ομάδα του Δήμου. Έμαθα με μεγάλη χαρά πως στην επιτροπή του υπουργείου θα ήταν ο δάσκαλος και χάρηκα. Καθώς με πίστευε πολύ και με έλεγε επαγγελματία, σίγουρα θα περνούσα. Πήγα λοιπόν πρώτα στις εξετάσεις του Εθνικού θεάτρου και έδωσα που ήταν ο δάσκαλος κι εκεί. Οι γονείς μου μου είχαν πει να μην ελπίζω ότι θα περάσω γιατί τότε επί Ρ. διευθυντή έπαιζε πολύ μέσον. Δεν πέρασα. Έκλαψα πάρα πολύ. Περπατούσα στον δρόμο, όταν βγήκα από τη σχολή μετά τα αποτελέσματα, με ένα μαύρο φουστάνι και καθώς πλάνταζα στο κλάμα, μια κυρία με σταμάτησε, γιατί νόμιζε πως κάποιος δικός μου πέθανε. Εγώ τότε της είπα «όχι κυρία μου, ευχαριστώ, δεν πέθανε κανείς, απλώς δεν πέρασα σε κάποιες εξετάσεις. Και μετά η κυρία μου είπε «δε πειράζει κορίτσι μου, καλά να’ σαι και ξαναδίνεις και του χρόνου. Με χάιδεψε στους ώμους και έφυγε. Μετά από κάποιες μέρες εγώ πήγα να δώσω εξετάσεις στο υπουργείο. Ήμουν πολύ καλή, χοροπηδούσα έπειτα και χόρευα και η καρδιά μου πετάριζε. Περίμενα τα αποτελέσματα με αγωνία, αλλά δυστυχώς δεν πέρασα. Αυτή τη φορά δεν έκλαψα πολύ, έκλαιγα όμως μετά γιατί κάποιοι μου είχαν πει πως, αν δεν έχεις περάσει υπουργείο, δε θα σε πάρει το θέατρο Τέχνης στη σχολή γιατί έκλεισε πια για φέτος τις θέσεις του. Πήγα για εξετάσεις στο θέατρο Τέχνης με κακή ψυχολογία. Τα είπα καλά, αλλά δεν ασχολήθηκαν καθόλου μαζί μου και δεν μου έδωσαν καμία σημασία. Όταν τηλεφώνησα για να μάθω τα αποτελέσματα καθόμουν στο πάτωμα του δωματίου μου και ακουμπούσα στο κρεβάτι μου. Όταν μου είπαν πως δεν πέρασα ούτε εκεί, έκλεισα το τηλέφωνο και άρχισα να κλαίω πολύ με απελπισία. Ένιωσα μια απέραντη θλίψη. Βυθίστηκα σε μία τεράστια λίμνη θλίψης σιωπηλή και ολομόναχη. Ο χρόνος σα να σταμάτησε και η σκέψη μου επίσης. Βυθισμένη σ΄αυτήν την θλίψη και στην απελπισία θυμήθηκα πως στην τσάντα μου είχα κάτι flyer από σχολές δραματικής τέχνης που τα είχα πάρει ευγενικά όταν μου τα έδωσαν έξω από το υπουργείο και σκόπευα να τα πετάξω. Άρχισα να τα ξεφυλλίζω χωρίς κανένα απολύτως φτερούγισμα στην ψυχή και με παντελή αδιαφορία. Μου είχαν πει ότι πολύ καλός δάσκαλος ήταν ένας άλλος Δ. Ο Δ νούμερο 2 δηλαδή. Επίσης θαύμαζα έναν Γ ως καλλιτέχνη και άλλον ένα Γ και έναν Ν. Σκέφτομαι λοιπόν.. τι να γίνει… εκεί θα πάω να δώσω εξετάσεις. Ετοιμάστηκα λοιπόν.. έβαλα τα καλά μου ρούχα και πήγα και χτύπησα την πόρτα τους.
Όταν πήγα με υποδέχτηκε μία κυρία με πρόσωπο χωρίς έκφραση. Ή καλύτερα – σημειώστε λάθος - Το πρόσωπό της ήταν παγωμένο. Το βλέμμα της ήταν νεκρό. Η κυρία που με υποδέχτηκε ήταν νεκρή. Αλλά δεν το ήξερε. Με υποδέχτηκε και μου είπε πως η θεία μου της τηλεφώνησε. Και πως θα με πάρει στη σχολή με την υπόσχεση ότι θα δουλέψω. Εγώ είπα εντάξει, αλλά είτε μιλούσες είτε όχι, η κυρία δεν άκουγε. Η κυρία με το νεκρό βλέμμα, όταν της είπα να με ακούσει κάποιος είπε «πήγαινε κάτω και περίμενε». Ήθελα να νιώσω, παρόλο που μου είπαν πως θα με πάρουν, ότι πέτυχα σε μία εξέταση. Εγώ δεν ήθελα να βάλω την οικογενειακή μας φίλη να κάνει τη θεία μου, επειδή ήξερε την κυρία που με υποδέχτηκε, ήθελα να πετύχω σε κάποιες εξετάσεις. Αλλά η υποτιθέμενη θεία μου το έκανε. Περίμενα λοιπόν για να επιτύχω επιτέλους στην εξέταση. Τώρα πια αφού μίλησε και η θεία, την είχα εξασφαλισμένη την επιτυχία. Ήρθε έπειτα ένας από τους κυρίους Γ που ήταν ένας πολύ συμπαθητικός ψεύτης παλιάτσος. «Τι θέλεις μου λέει, γιατί βρίσκεσαι εδώ;» Ήρθα για να με ακούσετε. «Α! Δεν μπορώ τώρα να σε ακούσω γιατί έχω δουλειά.» Έπειτα ένας νεαρός κακοπόνηρος μου είπε πως δε θα με πάρουν στη σχολή. Εγώ το είπα στην…. Θεία και τηλεφώνησε και η πεθαμένη γυναίκα είπε στην θεία, πως θα με πάρουν. Εν τέλει με πήραν. Ξεκίνησα λοιπόν να πηγαίνω στη σχολή του ψεύτη παλιάτσου και μάλιστα έμαθα ότι η πεθαμένη γυναίκα ήταν η γυναίκα του. Εκεί στη σχολή του ψεύτη παλιάτσου ήταν όλα παγωμένα. Η θερμοκρασία ήταν υπό του μηδενός. Γύρω στους – 15 βαθμούς κελσίου. Φορούσαμε τα μπουφάν μας και τους σκούφους μας. Όταν ανέπνεες έβλεπες την ανάσα σου. Μου άρεσε να ζωγραφίζω στα παγωμένα τζάμια, αλλά όταν με έβλεπαν μου φώναζαν. Έτσι ζωγράφιζα κρυφά. Έπειτα απομακρυνόμουν από το τζάμι και δεν ήξερε κανείς ότι το έκανα εγώ. Ερχόταν μετά η πεθαμένη γυναίκα και έλεγε «ποιος το’ κανε αυτό» και δε μιλούσε κανείς. «Ποιος το’ κανε;» Κι εγώ από μέσα μου γελούσα. Έσκαγα στα γέλια δηλαδή. Μετά ερχόταν ο Δ νούμερο 2. Ένας καινούριος Δ. δηλαδή. Ο Δ νούμερο 2 έλεγε συνέχεια. «Εγώ είμαι καλός. Εγώ είμαι καλός. Εγώ είμαι καλός.» Κι εγώ θυμόμουν έναν καθηγητή στην τάξη στο σχολείο μας, που μας δίδασκε χημεία που τον έλεγαν Καλούλη και μας έλεγε «εγώ δεν είμαι καλός, δεν είμαι κακός, είμαι Καλούλης.» Και έσκαγα στα γέλια. Καλά μη νομίζετε τώρα που ανέφερα τη λέξη «χημεία» ότι ήξερα κι όλας. Την τύφλα μου. Αλλά ο Καλούλης με συμπαθούσε πολύ γιατί ήταν καλούλης και γιατί του άρεσα στο θέατρο πολύ και μου έβαζε βαθμούς. Τέλος πάντων αυτός μας έλεγε «είμαι καλός και είμαι καλός» και σκατά ήταν - μετά συγχωρήσεως δηλαδή. Αλλά όλος ο κόσμος που τον βλέπει στο θέατρο, επειδή βγαίνει στις συνεντεύξεις του και λέει ότι είναι καλός, τον πιστεύουν και νομίζουν ότι είναι πράγματι καλός. Στο θέατρο είναι καλός, αλλά στα άλλα… δεν είναι καλός, δεν είναι κακός, είναι κακούλης. Μέσα λοιπόν στον παγωμένο λευκόγκριζο χώρο, (ήταν λευκός, αλλά είχε γίνει κάπως γκρίζος από την βρώμα. Ίσως να μην είχαν κάποιον να τους καθαρίζει και να μην καθάριζαν και μόνοι τους…) μέσα εκεί λοιπόν ερχόταν ο κακούλης και μου έλεγε: Άι στο διάολο μωρή άρρωστη, βρώμα, φύγε μακριά μας, τρελή, δε μπορώ ούτε να σε βλέπω.» Και οι άλλοι γύρω συμφωνούσαν και επηύξαναν. Και μετά ερχόταν και ο ψεύτης παλιάτσος και έλεγε «τι έγινε; τι έγινε;» Και έλεγε αυτός «να εδώ είπα στην βρώμα να μας αδειάσει τη γωνιά» κι εκείνος έλεγε «α χα χ α!!! Και τι έγινε; Την άδειασε;» «Όχι ακόμα» απαντούσε ο κακούλης. Και μετά ο ψεύτης παλιάτσος έλεγε «καλά, δε πειράζει, θα την αδειάσει αύριο». Επίσης έμαθα μετά από κάποιον καιρό ότι αυτοί που συμφωνούσανε με τον κακούλη και επηύξαναν, τον Δ νούμερο 2 δηλαδή, πριν έρθουν στο παγωμένο χώρο που βρισκόμασταν είχανε περάσει από το μυστικό χώρο του Δ νούμερο 1. Εν τω μεταξύ εγώ επειδή ο χώρος ήταν παγωμένος ήθελα να γλύφω, να μασάω και να καταπίνω παγωτό φράουλα για να ευχαριστιέμαι, αλλά ο κακούλης δε με άφηνε. Του είχα εκφράσει την επιθυμία μου για παγωτό φράουλα, αλλά εκείνος τίποτα. Τέλος πάντων έμαθα ότι αυτοί που συμφωνούσαν και επηύξαναν δεν βρίσκονταν τυχαία στον παγωμένο χώρο, αλλά είχαν περάσει πρώτα από το μυστικό σπίτι του Δ νούμερο 1. Τα είχα μάθει όλα. Ο Δ νούμερο 1 είχε ένα σπίτι που μέσα είχε μια μικρή σκηνή. Η σκηνή αυτή είχε σανίδι και μπορντό βελούδινη κουρτίνα. Υπήρχε και μια καρέκλα επάνω. Ο Δ νούμερο 1 υποδεχόταν στο μυστικό σπίτι με χαμηλό φωτισμό πολλών κεριών αυτούς που συμφωνούσαν και επηύξαναν με μία ρόμπα, όπου από κάτω ήταν γυμνός. Όταν έμπαιναν στο μυστικό σπίτι, υπήρχε ένα τεράστιο φουσκωτό πουγκί από λευκό σατέν στο οποίο έριχναν τα χρήματά τους. Ο Δ νούμερο 1 τους έλεγε έπειτα να ανέβουν στη σκηνή. Όταν έκαναν λάθος εκείνος τους διόρθωνε. Σε κάποιους άντρες και σε κάποιες γυναίκες άνοιγε την ρόμπα του και έλεγε «να η καραπουτσακλάρα μου μωρή. Σύρε να μου πάρεις μία πίπα» Αυτοί που με τον Δ 2 συμφωνούσαν και επηύξαναν δεν ξέρω τι έκαναν σε αυτή την περίπτωση. Αυτό γινόταν μία φορά την εβδομάδα επί τρία χρόνια που έρχονταν στον παγωμένο χώρο. Ο Δ νούμερο ένα τους έλεγε ότι με αυτό το είδος τελετής που πραγματοποιούν μία φορά την εβδομάδα θα λάμψουν μια μέρα στο θεατρικό σανίδι και επίσης τους έλεγε να μην ξεχνάνε πως το θέατρο είναι λειτούργημα γι’ αυτό και αυτού του είδους η τελετή. Όταν ο Δ νούμερο ένα δεν μπορούσε, πήγαινε στη θέση του μία άλλη γυναίκα και η τελετή γινότανε κανονικά. Αυτοί που συμφωνούσαν και επηύξαναν ήταν φανατικοί πιστοί των δύο αυτών ανθρώπων και αυτή η πίστη τους ένωνε. Έμαθα αργότερα, ότι ο Δ νούμερο 1, όταν η φοίτηση αυτών στον παγωμένο χώρο ετελείωσε, τους είπε «Θέατρο θέλετε ρε; Θέατρο θέλετε; Να!!! Πάρτε αντί για θέατρο την καραπουτσακλάρα μου. Τώρα αν την πήραν ή αν έφυγαν , αυτό δεν το γνωρίζω. Έμαθα όμως πως μία κατάφερε και πήρε θέση ταξιθέτριας σε ένα πολύ καλό θέατρο και έπαιρνε τέλος πάντων κάποια χρήματα. Ξέρω επίσης πως ο Δ νούμερο 1 κάποιους από άλλες σχολές που συμμετείχαν στην τελετή τους ανέβαζε επάνω στη σκηνή την επαγγελματική και είχαν τα παιδιά μία καλή πορεία. Ίσως αυτοί να τα’ λέγαν πιο καλά επάνω στη σκηνή από τους άλλους που συμφωνούσαν και επηύξαναν. Να είχαν αυτό που λέμε ευκολίες. Όπως είχα εγώ. Εγώ δεν πήγαινα σε αυτό το μυστικό σπίτι, για τέσσερις λόγους. Ο ένας ήταν ότι εγώ δεν ήθελα την… π@τσ@ του Δ νούμερο 1, ήθελα την… π@τσ@ του Δ. νούμερο 2, αλλά ο Δ. νούμερο 2 δεν ήθελε….. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι δεν ήθελα να δίνω χρήματα στον Δ νούμερο 1 γιατί έδινα ήδη αρκετά στον παγωμένο χώρο. Ο τρίτος ήταν ότι ο Δ νούμερο 1 είχε αρχίσει κάπως να μου τη σπάει. Εγώ τον ήθελα βρε παιδί μου, αλλά τον ήθελα κάπως πιο ιδιωτικά. Όχι, δηλαδή παρέα μαζί με άλλους. Και τέλος πάντων είναι τρόπος αυτός να φέρεσαι σε μια πριγκίπισσά; Ήταν λογικό και επόμενο να θυμώσω. Έτσι δεν είναι; Ήταν αυτή συμπεριφορά ενός πρίγκιπα προς μια πριγκιπισσα; Δυστυχώς είχα καταλάβει ότι είχα κάνει έναν πολύ κακό γάμο ως πριγκίπισσα και απατήθηκα οικτρά, αλλά δεν είναι και εύκολο να πάρει κανείς διαζύγιο τη σήμερον ημέρα. Οι σχέσεις πρέπει να δουλεύονται και να παλεύονται. Τον τέταρτο λόγο δεν τον θυμάμαι πια.
Εκεί, εκεί στη σχολή, εκεί στο παγωμένο χώρο, αλλιώς τα είχα φανταστεί. Είχα φανταστεί όπως όταν είσαι πέντε χρονών και σου μαθαίνει η μαμά σου να φτιάχνεις κουλουράκια. Πρώτα - πρώτα πλένεις τα χέρια σου και σηκώνεις τα μανίκια ψηλά. Δένεις τα μαλλιά σου κότσο. Βλέπεις τη μαμά πώς ανακατεύει τα υλικά για να γίνει η ζύμη και ανακατεύεις κι εσύ. Έπειτα σου δίνει να μυρίσεις ένα πορτοκάλι. Μμμμ αχχ!!! Σου δείχνει πώς κάνουμε το πορτοκάλι ξύσμα. Εντυπωσιάζεσαι και ξύνεις κι εσύ. Όμορφα που μυρίζει το πορτοκαλάκι!!! Έπειτα σου δίνει να μυρίσεις την κανέλα και ρίχνετε με προσοχή επάνω στη ζύμη. Ανακατεύετε ξανά. Κι έπειτα τα πλάθετε μαζί. Με τόση χαρά!!! Πλάθετε διάφορα σχέδια από την φαντασία σας!!! Μαζί οι δυο σας με τη μαμά που την αγαπάς. Μπορεί να είναι και η γιαγιά από δίπλα. Και μπορεί να φωνάξεις και κάποια αγαπημένη φίλη. Για να γίνουν πράγματα καλά χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται ατμόσφαιρα ζεστή και τζάκι. Χρειάζονται λόγια γλυκά και αγκαλιές. Χρειάζεται αν κάνεις λάθος να στο δείξουν με αγάπη. Η καθοδήγηση θέλει υπομονή και πίστη. Η καθοδήγηση θέλει αγάπη. Θέλει τη μανούλα και τη γιαγιά μαζί. Θέλει ασφάλεια. Θέλει χαμόγελο. Θέλει νοιάξιμο. Θέλει να εξηγήσεις το γιατί. Θέλει επανάληψη. Θέλει να πεις μια ιστορία σαν μαγική που θα έχει τη δύναμη να ταξιδεύει τον μαθητή σου με τον νου και να τον πηγαίνει σε τόπους μαγικούς και ανεξερεύνητους. Η καθοδήγηση θέλει πίστη και εμπιστοσύνη και από τις δυο μεριές. Πίστη. Επικοινωνία. Χαμόγελο. Η καθοδήγηση θέλει μαγεία. Να γευτείς το ταξίδι σου με όλες τις αισθήσεις. Με την όραση, την ακοή, την γεύση, την όσφρηση και την αφή. Η καθοδήγηση θέλει περιβάλλον ασφαλές. Την καθοδήγηση χρειάζεται να την απολαμβάνεις. Να λαχταράς και ανυπομονείς να δεις το αποτέλεσμα. Η καθοδήγηση είναι δημιουργία μεγάλη. Τεράστια!!! Η καθοδήγηση θέλει μαγεία!!!
Κι αφού τίποτα εκεί μέσα δε μπορούσε να με ζεστάνει, με τον καιρό άρχισα να βήχω. Και έβηχα, έβηχα…. Κι έπειτα ανέβασα και πυρετό. Κι έτσι το περιβάλλον μου φαινότανε ακόμα πιο κρύο. Και κουκουλωνόμουν καλά για να περάσει το κρύωμα. Και χρειάστηκε να λείπω για να προφυλάγομαι. Και έλεγαν «αυτή η μαλάκω γιατί λείπει». Και όταν πήγαινα με ρωτούσαν γιατί έλειψα. Και τους έλεγα πως ήμουν κρυωμένη. Και μου έλεγαν «να προσέχεις, άλλη φορά μωρή μαλάκω και να μην κρυώνεις.» Και μες τον πυρετό μου τραβούσα το χέρι του δασκάλου. Αυτού. Του δ 2 . Και το τραβούσε και εκείνος μακριά γιατί δε γούσταρε. Και ήρθε η αποφοίτηση. Και σκέφτηκα πως ο δάσκαλος ο δ 2 μπορεί στο μάθημά του να έλεγα μόνο «ναι», «όχι» και «καλά», αλλά στο μάθημα του ψεύτη παλιάτσου θα με θαυμάσει γιατί τ’ αρχίδι – ο παλιάτσος, μου΄χε δώσει καλό ρόλο. Και παρόλο που στην πρόβα είχα βαρεθεί τη ζωή μου δύο χρόνια τα ίδια και τα ίδια για να ετοιμαστούν και οι υπόλοιποι οι άνθρωποι που συμφωνούσαν και επηύξαναν γενικά με ότι έλεγε ο δ 2 , παρόλο που στις πρόβες είχα σιχτιρίσει…… αυτός, ο δ΄2 θα με θαύμαζε. Και όλοι. Κι έτσι έγινε. Με θαύμαζαν. Και μετά τις εξετάσεις μου δίναν όλοι θερμά συγχαρητήρια. Και δεν πίστευαν που με έβλεπαν μπροστά τους όταν πήγαινα στην τουαλέτα. Και φώναζαν από ενθουσιασμό και με αγκάλιαζαν. Και έρχονταν και κάτι τύποι λίγο άκυροι, καμένοι περισσότερο από εμένα και μου έλεγαν να βγούμε για καφέ ή για ποτό και τέτοια. Κι εγώ δεν έβγαινα γιατί αλλιώς τα πράγματα τα είχα φανταστεί. Και βέβαια… εντάξει, αν σου λένε να πάτε για ποτό, δε σημαίνει ότι παίζεις απαραίτητα καλά, αλλά εντάξει… παιδιά... αν τύχει να με δείτε σε καμιά σκηνή και είστε εκεί γύρω στα 40 με 50 άντρες κατά προτίμηση, εγώ… δεν παρεξηγώ… προς θεού.. ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε…. Και τελικά εγώ – δόξα τω Θεώ… σε όλον τον κόσμο άρεσα και αυτός…. ο δ2 δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Δεν ήξερε τι κάνουμε, μονάχα στα δικά του. Σε αυτά που έλεγα «ναι» και «όχι’» δηλαδή. Θυμήθηκα βέβαια τώρα πως είχε έρθει σε κάποια πρόβαμας. Όχι σε παράσταση. Σε πρόβα. Και όταν τον ρωτήσαμε πως του φανήκαμε μας είπε «εμένα βασικά δε μου αρέσει ο Ιονέσκο.»
Και ήρθε η στιγμή που αποφοίτησα. Και είπα ουφ επιτέλους. Κι έπειτα από κάποιον καιρό αφού έστελνα και ξανάστελνα βιογραφικά και περίμενα σε ουρές ανοιχτών ακροάσεων είδα μια μέρα το χαρτί μου του βιογραφικού εκεί που καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας μου να ανυψώνεται. Και να το φυσάει ένας άνεμος που δεν τον αισθανόσουν. Φτερό στον άνεμο που λέμε. Και όλο ανυψωνόταν και όλο χόρευε. Κι έπειτα σιγά σιγά , πολύ σιγά, άρχισε να τσαλακώνεται. Τσαλακωνόταν… τσαλακωνόταν… ώσπου έγινε μια μπάλα. Και ήρθε με δύναμη σε μένα και προσπαθούσε να μπει στο στόμα μου. Κι εγώ το τράβαγα και προσπαθούσα να το βγάλω. Κι εκείνο όλο και περισσότερο πίεζε και χωνόταν. Και άρχισα να βήχω και να φοβάμαι ότι θα το καταπιώ. Και άρχισα να φτύνω. Και άρχισα να πνίγομαι. Και το βιογραφικό όλο και χωνόταν. Και άρχισα να φωνάζω «βοήθεια». Αλλά δεν ακουγόμουν. Και πνιγόμουν και κατάπινα το βιογραφικό με το ζόρι. Ώσπου χωρίς να το θέλω το κατάπια όλο. Έχετε καταπιεί ποτέ μια μπάλα χαρτί. Μετά σε πονά το στομάχι σου και αισθάνεσαι ηλίθια. Και φοβάσαι να μην την ξανακαταπιείς. Και μετά για κάποιον καιρό αποφεύγεις τα βιογραφικά και τα εξαφανίζεις από το σπίτι. Και κάπως έτσι, σε αυτόν τον φόβο πέρασαν κάποια χρόνια. Εγώ τρυπούσα τα δάχτυλά μου με βελόνα. Κι εκεί που τα τρυπούσα λέω. Μωρέ δεν πλέκω βελονάκι. Κι έπλεξα. Κι άρχισα να πλέκω και να πουλάω βελονοκατασκευές. Κι έβγαλα κάποια χρήματα. Και κύλησε έτσι κάποιος καιρός, ώσπου ξεφοβήθηκα κάπως το βιογραφικό και το δημιούργησα πάλι. Και πήγα σε μια ακρόαση με 500 άτομα και ήμουν τυχερή και με πήρανε. Γιατί ήθελαν μια χοντρή κοπέλα με γλυκιά - όπως μου είπανε - φωνή, καλή με τα παιδιά να παίζει και να τραγουδάει. Για να κάνει μια μαγείρισσα σ΄ένα παλάτι. Και πήρα τον ρόλο και κάναμε πάρτι στο σπίτι. Θα το χαιρόμουν και θα είχαμε έξτρα χρήματα!!! Κι έτσι ξεκίνησε μια καινούρια περίοδος για μένα. Ο ένας ρόλος έφερνε τον άλλο και η μια καλή συνεργασία την επόμενη. Στο θέατρο για ενήλικες παίζω συνήθως τζάμπα, αλλά από το θέατρο για παιδιά μπορώ να πω πως είμαι από τα οικονομικά ευχαριστημένη. Έχω κάποια έξτρα χρήματα και χαρά!!! Πολλή χαρά!!! Σχεδόν στιγμές ευτυχισμένες. Στιγμές και εμπειρίες που σου γεμίζουνε κενά απ’ τις απώλειες και σε συντροφεύουν!!! Άνθρωποι γύρω σου ευδιάθετοι με ζεστή καρδιά και απαλό άγγιγμα. Κοιτάζω στα μάτια τον πρωταγωνιστή μας και τον θαυμάζω. Τον νοιάζομαι που είναι ξάγρυπνος γιατί έχει το μωρό του στο σπίτι τους, τον μπέμπη τους και τους ξυπνάει. Τον νοιάζομαι γιατί τρέχει συνέχεια από τη μια δουλειά στην άλλη και φεύγει απ’ το σπίτι το πρωί και γυρίζει το βράδυ. Τον αγαπώ και τον θαυμάζω γιατί παρ’ όλη την ξαγρύπνια του παίζει καταπληκτικά και σε κάνει να ανατριχιάζεις. Κοιτάζω στα μάτια όλους μου τους συνεργάτες και ζεσταίνομαι. Κοιτάζω στα μάτια όλους μου τους συνεργάτες και ηρεμώ… Και συγκινούμαι. Κάποιες φορές γίνομαι κι εγώ πρωταγωνίστρια. Μ΄αρέσει. Το γεύομαι με όλες τις αισθήσεις μου και το απολαμβάνω. Είναι σαν να κολυμπάς σε θάλασσα ήρεμη και δροσερή τις ηλιόλουστες ημέρες του Αυγούστου. Τώρα δεν είμαι τόσο μόνη πια. Άλλες φορές παίζω και άλλες φορές είμαι στο σπίτι μου και σε άλλη δουλειά. Σε άλλους χώρους. Δεν είναι άσχημα κι εκεί, αλλά αγωνιώ. Θα ξανανέβω στη σκηνή; Θα με ξαναφωνάξουνε και πότε; Δουλεύω με μικρά παιδιά και το απολαμβάνω. Είμαι τόσο τυχερή που δουλεύω με μικρά παιδιά και τους μαθαίνω…
Τώρα, αυτόν τον καιρό, είμαστε όλοι στα σπίτια μας. Είναι Μάης του 2020 και είμαστε σε καραντίνα. Οι καλλιτέχνες φωνάζουμε γιατί δεν έχουμε πολλά χρήματα και χρειαζόμαστε τη στήριξη του κράτους. Το κράτος ανακοινώνει τα μέτρα. Εγώ έχω πάρει επίδομα από την άλλη δουλειά, αυτή με τα παιδιά. Σκέφτομαι όσους δεν έχουν χρήματα. Δεν μου περισσεύουν όμως για να δώσω. Σε ποιον να πρώτο - δώσεις. Σκεφτόμαστε τα λάθη που έχουμε κάνει στο επάγγελμα και πώς φθάσαμε ως εδώ. Πάντα τα σκεφτόμουν. Τα μεγάλα λάθη του επαγγέλματος. Ξέρουμε πολύ καλά όλοι πώς φθάσαμε ως εδώ. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά πως οι σχολές στη χώρα μας για ηθοποιούς πρέπει να είναι γύρω στις 25 με 30 και τα εργαστήρια άπειρα. Ξέρουμε πολύ καλά ότι λένε για κάτι νούμερα 500 ηθοποιών που βγαίνουν κάθε χρόνο. Ξέρουμε πόσοι απ’ αυτούς περίπου είναι όντως ηθοποιοί. Μας κατηγορούν οι μεγαλύτεροι ότι τους ρίχνουμε οι νέοι τις τιμές και χάνουν τη δουλειά τους. Ότι κάνουμε πολλές εκπτώσεις. Αυτοί οι μεγαλύτεροι. Αυτοί λένε είχανε αλληλεγγύη και πως τα θυσιάζουμε όλα εμείς στο βωμό της καριέρας μας. Αυτοί. Οι μεγαλύτεροι. Και άρχισαν να δίνουν γι΄αυτό το θέμα συνεντεύξεις. Κάποιοι θυμήθηκαν το θέμα των σχολών. Και βγήκε και ο δ 1 και έδωσε συνέντευξη. Και μίλησε για την δύσκολη κατάσταση που δημιούργησε ο εγκλεισμός. Και χαρακτήρισε τους συναδέλφους του επαίτες. Και ρωτήθηκε αν οι άνθρωποι του θεάτρου έχουν κάνει λάθη. Και είπε «βεβαίως, πρέπει να πιάσουμε το πρόβλημα από τη ρίζα.» Και ρώτησε η δημοσιογράφος «ποια είναι η ρίζα» και είπε εκείνος η «έλλειψη άδειας ασκήσεως επαγγέλματος και οι πάρα πολλές σχολές.» Και είπε η δημοσιογράφος «γιατί έγινε αυτό;» και είπε αυτός «είχε γίνει από παλιά. Από το 1981». Και ρώτησε πάλι η δημοσιογράφος «γιατί δεν άλλαξε αυτό μες τα 40 χρόνια;» Και τι να κάνει ο άνθρωπος…. άνοιξε το στόμα του και είπε κάποιο ψέμα.


20.2.2021 ημέρα Σάββατο και ώρα 19.00 ο Δημήτρης Λιγνάδης συνελήφθη για το κακούργημα του βιασμού ανηλίκων κατά συρροή.




Μαρία Ελευθεριάδη




Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».








Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Πώς βλέπω την τέχνη



Οι δυσκολίες που βίωσε η τέχνη, αντί να την σκοτώσουν την έκαναν πιο δυνατή.

Η τέχνη δε φωνάζει.

Είναι σιωπηλή.

Δεν προσπαθεί να επιβληθεί.

Στέκεται ήσυχη για όποιον θέλει να τη δει.

Το βλέμμα της είναι ήρεμο και κάπως θλιμμένο.

Το φουστάνι της έχει το λευκό της αθωότητας και πινελιές πολύχρωμες.

Το φουστάνι της είναι φτωχό.

Μπορεί κάποιες φορές αν τύχει να σταθείς δίπλα της να την ακούσεις να παίζει βιολί.

Η τέχνη δεν είναι επαίτης ούτε θα υπάρξει ποτέ.

Τρέφεται από τη δροσιά της δημιουργίας και από την αγάπη και το χάδι των ανθρώπων.

Αν της πετάξεις καμιά πενταροδεκάρα, θα σε ευχαριστήσει, αλλά θα σου τη δώσει πίσω.

Θα σου πει πως έχει ξεδιψάσει. Θα σου πει πως δε στέκεται εκεί μόνο για εκείνην, αλλά και για σένα αν θες.

Η τέχνη δεν ζητάει τίποτα.

Κάποιες φορές χορεύει σαν φτερό στον άνεμο και το θέαμα γίνεται σχεδόν μαγικό.

Κάποιες φορές παίζει άρπα.

Δεν απαγγέλει, αλλά αν πας πιο κοντά, θα δεις πως στα τετράδιά της έχει γραμμένα ποιήματα.

Η τέχνη είναι κάπως μελαχγολική, αλλά σου χαμογελάει.

Και αν προσέξεις το βλέμμα και το χαμόγελό της και την κοιτάξεις βαθιά, θα πάρεις δύναμη.

Η τέχνη σε νοιάζεται.

Η τέχνη όμως δεν καταδέχεται καθώς την προσπερνάς να της ρίξεις λάσπη στο πρόσωπο και στο φόρεμά της.

Δεν σε έβλαψε ποτέ και απαιτεί να μην τη βλάψεις.

Αν το κάνεις θα σκουπιστεί και θα φωνάξει. Η τέχνη δεν επιτρέπει καθώς την προσπερνάς να τη σπρώξεις επίτηδες και να παραπατήσει.

Εάν το κάνεις, θα σε σπρώξει κι αυτή.

Εάν το κάνεις μπορεί να σε φτύσει.

Η τέχνη δεν ανέχεται να τη σηκώσεις μόνος σου ή με παρέα και να την ρίξεις σε ένα μπουντρούμι.

Τότε θα θυμώσει πολύ για την ανελευθερία της και θα αρχίζει να φωνάζει.

Τότε θα θελήσει να κάνει αισθητή την παρουσία της.

Γιατί η τέχνη αναπνέει καλύτερα με το φως.

Γιατί ξέρει πως τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά πρέπει να βγει και να φωνάξει «ζήτω η ελευθερία.»

Η τέχνη αν κυρήξεις πόλεμο, μπορεί να φοβηθεί, δε λέω, αλλά θα πάρει το όπλο και θα σε πολεμήσει.

Και θα προσπαθήσει να βρεθεί δίπλα σε όσους περισσότερους μπορεί για να τους ζεστάνει τη ψυχή.

Η τέχνη παρομοίασε την ειρήνη με ένα περιστέρι.

Κι αν νιώσεις θλίψη, μπορείς αν θέλεις να στρέψεις το βλέμμα σου προς αυτή.

Ξέρει ότι πονάς.

Σε κοιτάζει, σε πονάει και σου χαμογελά.

Κι αν είσαι ευδιάθετος, αν είσαι καλά, αν της κλείσεις το μάτι, θα σου χαμογελάσει ξανά.



Sunlight  Frank Weston

Ξέρεις γιατί το κόκκινο έγινε πορτοκαλί; Από το φως που μπήκε μέσα. Σαν κάμαρη ηλιόλουστη με μεγάλα παράθυρα την Άνοιξη όπου ζουν δυο άνθρωπ...