Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022



Σημείωσα λέξεις στο  τετράδιο  και τις ψιθυρισα στη θάλασσα.

Γιατί αργά τη νύχτα όταν τα φώτα σβήνουν το μπλε τετράδιό μεταμορφώνεται σε χρυσά και  γαλάζια κύματα.

Φουρτουνιασμένα κύματα. 

Τη νύχτα. 

Που τα λούζει το φως του φεγγαριού. 

Και μέσα σ' αυτά κάποιος χαροπαλεύει. 

Γινονται οι λέξεις κύματα.

Κρυφά.

Τη νύχτα. 

Την ώρα που κοιμάμαι.

Κάποιος ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και μες την θαλασσοταραχή η βάρκα του αναποδογυρίζει.

Προσπαθεί να σωθεί. 

Αυτός ο δυστυχής ο άνθρωπος, την ώρα που εγώ κοιμάμαι. 

Όταν έχει φεγγάρι το φως βοηθά τους ετοιμοθάνατους. Τους δίνει δύναμη και κουράγιο και καποιοι καταφέρνουν να σωθούν. 

Έπειτα εγώ την αυγή ξυπνώ.

Ανοίγω τις κουρτίνες να μπει λίγο φως. 

Η Φουρτουνιασμενη θάλασσα έγινε ξανά  το μπλε τετράδιο. 

Κοιτάζω τις λέξεις και είναι στη θέση τους.

Κι η λέξη που πονάει πιο πολύ, που δεν αντέχεται, η λέξη που σκοτώνει, η λέξη που σε αρπάζει και σε στέλνει μια στον Άδη και μια στον επίγειο παράδεισο, είναι εκεί. 

Και νιώθω πως μου χαμογελά κα με κοίτα με θράσος. 

Μουτζουρωνω τη λέξη.

Σκίζω το χαρτί.

Αύριο πάλι.

Η ίδια νύχτα.

Η ίδια τραγωδία την ώρα που κοιμάμαι. 

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022




Δε μπήκα για να κλέψω.
Έχασα απλώς τον δρόμο μου.
Δεν αναγνώριζα τις οδούς και δεν ήξερα προς τα πού πηγαίνω. 
Είδα μια πόρτα ανοιχτή.
Είδα φως και μπήκα.
Νόμιζα πως είναι χώρος για ανθρώπους που θέλουν να πιουν λίγο καφέ και να ξεκουραστούν.
Δεν κατάλαβα πως είν' το σπίτι σας.
Κάθισα σε αυτόν εδώ τον καναπέ και άνοιξα τον χάρτη μου για να δω που βρίσκομαι.
Να καταλάβω.
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μου δώσατε.
Ευχαριστώ και για τον χώρο.
Σας είμαι ευγνώμων. 
Δεν βρήκα κανέναν όταν μπήκα και απόρησα γιατί ήταν ανοιχτή η πόρτα.
Κανένας στην υποδοχή.
Κανένας δεν υπήρχε να σερβίρει τον καφέ μου.
Όπως βλέπετε τα πράγματα σας στο τραπέζι είναι ανέγγιχτα.
Εδώ είναι το κινητό σας, εδώ η τσάντα και εδώ το πορτοφόλι με τα χρήματά σας.
Δεν μπήκα για να κλέψω.
Έχασα απλώς τον δρόμο μου.



"Γράψε διαγώνισμα στα μαθηματικά" μου είπαν. 

"Να γράψω." τους απάντησα.

"Κάτι ξέρω" σκέφτηκα.

"Λίγη πρόσθεση,  λίγη αφαίρεση, λίγο πολλαπλασιασμό και λίγη διαίρεση.

Κάτι θα καταφέρω." 

Μου έδωσαν τα θέματα.

Ακατανόητα. 

Αντί για αριθμούς είχε κάτι γράμματα. Πού και πού έγραφαν και κάποιους αριθμούς.

Εγώ δεν ξέρω να προσθέτω γράμματα.

Δεν ξέρω τέτοια μαθηματικά. 

Ζωγράφισα τρεις κύκλους και δύο σταυρούς.

Εδωσα την κόλλα μου.

Με πιάσανε πάλι αδιάβαστη.

Σίγουρα θα πήρα μηδέν. 

Δε θα το πω σε κανέναν.

Μηδέν. 

Ας πάω τώρα να συνεχίσω τη μέρα μου.

Ξέρεις γιατί το κόκκινο έγινε πορτοκαλί; Από το φως που μπήκε μέσα. Σαν κάμαρη ηλιόλουστη με μεγάλα παράθυρα την Άνοιξη όπου ζουν δυο άνθρωπ...