Πήραν χρώματα με τα χέρια τους να ζωγραφίσουν την αγάπη.
Την έκαναν πολύχρωμη και φωτεινή.
Όμως αυτό δεν τους αρκούσε.
Τότε διαπίστωσαν πως ο καμβάς ήταν παράθυρο από το οποίο μπορούσες να πετάξεις και να βγεις σε κήπο ηλιόλουστο.
Κρατήθηκαν από το χερι και δραπέτευσαν.
Ήταν ανάλαφροι και μόνοι.
Φορουσαν λευκά.
Τα μαλλιά τους ήταν γκρίζα.
Κι ο ήλιος τους ρώτησε τι είναι ευτυχια.
Του απάντησαν πως είναι ο έρωτας, η αγάπη και μια ανάλαφρη καρδιά.
Ο ήλιος τους θαύμασε.
Σπάνια συναντούσε πιο σοφούς από εκείνον.
Έκλεισε το βιβλίο του για λίγο.
Έβγαλε τα γυαλιά του.
Μονολογούσε.
"Ο έρωτας, η αγάπη και μια αναλαφρη καρδιά."