Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Το παγωμένο παιδί



   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδί κάπου τριών ετών, ίσως και τεσσάρων, έξυπνο και δημιουργικό, γελαστό, με πολλή φαντασία και διάθεση να μάθει καινούρια πράγματα, όπως και τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Αυτό το παιδί κάποια μέρα το πλησίασε ένας κύριος, μπορεί και κυρία και του είπε κάποια πράγματα που το πλήγωσαν βαθιά. Την επόμενη ημέρα ο ίδιος κύριος ή η ίδια κυρία, το ξανάπλησίασε και του είπε πάλι κάποια πράγματα που το πλήγωσαν βαθιά. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Κάθε μέρα το μικρό παιδί πληγωνόταν βαθιά. Ώσπου μια μέρα σκέφτηκε κάτι. Είχε μια ωραία ιδέα. Να γυρίσει την πλάτη του στον κύριο ή την κυρία που - μετα συγχωρήσεως - του έλεγαν παπαριές κι έπειτα να κλείσει και τα αυτιά του ώστε ούτε να βλέπει, ούτε να ακούει. Έτσι κι έκανε. Απο την επόμενη ημέρα και κάθε μέρα το μικρό παιδί γύριζε την πλάτη του στον κύριο ή την κυρία με τις παπαριές κα έκλεινε τα αυτιά του. Το μικρό παιδί σε αυτή τη θέση ένιωθε καλύτερα και ήταν χαρούμενο. Απ' το πολύ όμως που καθόταν έτσι κοκάλωσε. Και πάγωσε. Κι έμεινε εκεί για πάντα έτσι σαν άγαλμα. Κάθε ένας που του μιλούσε, εκείνο στεκόταν έτσι. Όταν ήρθε και ο δάσκαλος να του μιλήσει στάθηκε έτσι. Το κοκαλωμένο παιδί σε αυτή τη θέση δε μπορούσε να ακούσει τον δάσκαλο. Ούτε τον φίλο. Ούτε τους σοφούς των βιβλίων. Περνούσαν τα χρόνια και το παιδί αντί να δημιουργεί, να ζει, να αγαπά και να μαθαίνει καινούρια πράγματα έσπαγε το κεφάλι του πως θα ξεκοκαλώσει. Λίγα πράγματα έμαθε και έζησε στη ζωή του. Τα έμαθε καο τα έζησε από την προσπάθειά του να ξεκοκαλώσει. Κι επειδή είχε μεγάλη άγνοια για πολλά, άμα άνοιγε το στόμα του να μιλήσει, παρόλο που η πρόθεσή του ήταν καλή και κατέβαλε κάποια προσπάθεια, όλοι έλεγαν "Τι λέει μωρέ ο παπάρας."

Ξέρεις γιατί το κόκκινο έγινε πορτοκαλί; Από το φως που μπήκε μέσα. Σαν κάμαρη ηλιόλουστη με μεγάλα παράθυρα την Άνοιξη όπου ζουν δυο άνθρωπ...