Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

 Όταν ήμασταν μαζί παίζαμε κρυφτό στους κήπους. Κρυβοσουν πίσω από τη λεμονιά. Και σ'έψαχνα. Παιχνίδι ήξερα πως ήταν. Μα ξαφνου, σ' ένα παιχνίδι χάθηκες. Έψαχνα παντού στα δέντρα μα δεν ήσουν πουθενά. Εψαχνα πίσω απ' τα λουλούδια. Πουθενά. Μου την έσκασες. Οταν ο ήλιος ξεπροβάλει πίσω από τα σύννεφα είναι διαφορετικός. Τον έμαθε η καταιγίδα. Τον ωρίμασε. Μ' άφησες να χορεύω με τα σύννεφα. Τη βροχή όμως ποτέ δεν τη συνήθισα. Δεν συνηθίζεται εύκολα η βροχή. Ιδίως η καταιγίδα. Κάθε φορά που βρέχει τρέχω στο σπίτι και κλειδώνομαι. Σφραγιζω τα παραθυρόφυλλα. Μου έμεινε η κουβέρτα σου, τα γυαλιά σου και η τελευταία σου έφημεριδα. Δεν μπορώ να ανοίξω ενα συρτάρι να την καταχωνιασω. Η εφημερίδα σου δίπλα στον καφέ μου. Κάθε πρωί και κάθε απογευμα. Κι η γεύση του αγαπημένου σου  καφέ στα χείλη μου. Ίσως τελικά να μην είχες σκοπό να με προδώσεις. Ισως τελικά να μην ήταν επιλογή σου να χαθείς. Ίσως ο Θεός το θέλησε. Η φύση ή ο χρόνος. Ίσως όμως το θελήσες κι εσύ. Έφυγες. Ναι. Μα όχι για να με προδώσεις. Μπορεί τότε να παίζαμε στις λεμονιές, μα τώρα, λατρεύετε μου, μετά από καιρό πολύ σου δινω μία γλυκιά κόκκινη, τριανταφυλλί συγχώρεση.




 


Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

"Ελα να παμε μια εκδρομή"

Ψιθύρισε γλυκά και κράτησε το χέρι μου.

Το τράβηξα.

Δεν είμαι εγώ για εκδρομές.

Εγώ ή ίδια είμαι εκδρομή.

Μία εκδρομή στη θαλασσα.

Εκεί που χορεύεις στο κύμα τραυματίζεσαι.

Κι εκει που κολυμπάς παγώνει το σώμα σου. 

Δεν είμαι εγώ για εκδρομές. 

Είμαι μία εκδρομή στη θάλασσα. 

Τη βαρυχειμωνια παλεύεις με το κύμα. 

Και αν φοβάσαι τη φουρτούνα μένεις μακριά.

Σκαρφαλώνεις σε έναν βράχο ψηλό και ατενίζεις το πέλαγος.





Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

 Ο ευγενικός κύριος δίχως σώμα μου χαμογέλασε αχνά. 

Έβαλε ουίσκι στο ποτήρι μου, άναψε το τζάκι κι έβαλε δίσκο στο πικάπ. 

Φορώντας το καπέλο του, έτσι χωρίς κεφάλι καθώς ήταν, με χαιρέτησε και έξαφνα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και έφυγε.

Έτρεξα να τον βρω, αλλά

δεν πρόλαβα να αρπάξω την χακη καμπαρντίνα του. 

Μάζεψα το καπέλο του και την κόκκινη ομπρέλα. 

Ακούμπησα τα πράγματά του κάπου δίπλα στο  παράθυρο. 

Άκουσα τον δίσκο στο πικάπ. 

Κι όταν από μακριά ψιθύρισε "τωρα αντέχω τη βροχή" το καπέλο του έπεσε στο πάτωμα.  

Η προδοσία του πλημμύρισε το αίμα μου. 

Ο θυμός μου με κυρίευσε και η λατρεία μου για εκείνον έμεινε παντοτινή.






Ξέρεις γιατί το κόκκινο έγινε πορτοκαλί; Από το φως που μπήκε μέσα. Σαν κάμαρη ηλιόλουστη με μεγάλα παράθυρα την Άνοιξη όπου ζουν δυο άνθρωπ...