Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022



Σημείωσα λέξεις στο  τετράδιο  και τις ψιθυρισα στη θάλασσα.

Γιατί αργά τη νύχτα όταν τα φώτα σβήνουν το μπλε τετράδιό μεταμορφώνεται σε χρυσά και  γαλάζια κύματα.

Φουρτουνιασμένα κύματα. 

Τη νύχτα. 

Που τα λούζει το φως του φεγγαριού. 

Και μέσα σ' αυτά κάποιος χαροπαλεύει. 

Γινονται οι λέξεις κύματα.

Κρυφά.

Τη νύχτα. 

Την ώρα που κοιμάμαι.

Κάποιος ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και μες την θαλασσοταραχή η βάρκα του αναποδογυρίζει.

Προσπαθεί να σωθεί. 

Αυτός ο δυστυχής ο άνθρωπος, την ώρα που εγώ κοιμάμαι. 

Όταν έχει φεγγάρι το φως βοηθά τους ετοιμοθάνατους. Τους δίνει δύναμη και κουράγιο και καποιοι καταφέρνουν να σωθούν. 

Έπειτα εγώ την αυγή ξυπνώ.

Ανοίγω τις κουρτίνες να μπει λίγο φως. 

Η Φουρτουνιασμενη θάλασσα έγινε ξανά  το μπλε τετράδιο. 

Κοιτάζω τις λέξεις και είναι στη θέση τους.

Κι η λέξη που πονάει πιο πολύ, που δεν αντέχεται, η λέξη που σκοτώνει, η λέξη που σε αρπάζει και σε στέλνει μια στον Άδη και μια στον επίγειο παράδεισο, είναι εκεί. 

Και νιώθω πως μου χαμογελά κα με κοίτα με θράσος. 

Μουτζουρωνω τη λέξη.

Σκίζω το χαρτί.

Αύριο πάλι.

Η ίδια νύχτα.

Η ίδια τραγωδία την ώρα που κοιμάμαι. 

Ξέρεις γιατί το κόκκινο έγινε πορτοκαλί; Από το φως που μπήκε μέσα. Σαν κάμαρη ηλιόλουστη με μεγάλα παράθυρα την Άνοιξη όπου ζουν δυο άνθρωπ...