Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χοντρό ψάρι. Το ψάρι ήταν χοντρό γιατί έτρωγε πολύ. Έτρωγε έτρωγε και φουσκωναν τα μάγουλά του και φούσκωνε με τον καιρό ολόκληρο. Κάποια στιγμή το ψάρι έσκασε. Χωρίς να πεθάνει. Ανέβασε απλώς πολύ πυρετό, σχεδόν 40 και έσκασε. Και τότε άρχισαν να βγαίνουν από το στομάχι του πολλές πολλές κόκκινες καρδιές. Πάρα πολλές. Κόκκινες μικρές καρδιές. Χιλιάδες. Έβγαιναν.... Έβγαιναν....γεμισε η θάλασσα με κόκκινες καρδιές και από μπλε έγινε κόκκινη. Όλη η θάλασσα στο χωριό της Λέσβου έγινε κόκκινη. Κι ο ουρανός κόκκινος. Κι ενας βαρκάρης τα' χάσε εκεί που έριχνε τα δυχτια του γιατί τα δυχτια έπιασαν κόκκινες καρδιές αντί για ψάρια. Τα χάσε με τις καρδιές, τα' χάσε με τα χρώματα. Ανέβασε στη βάρκα κάποιες καρδιές και τότε κατάλαβε ότι από τον βυθό κάποιος τον φωνάζει. Ήταν το ψάρι εκείνο. Που μια μέρα αντί να το πιάσει στα δυχτια του, του μίλησε και το άφησε να ζήσει. Και αναρωτιέται κανείς. Ο βαρκάρης είναι κακός; Σκοτώνει ψάρια; Ο βαρκάρης ήθελε απλώς να φάει. Αυτός και η οικογένειά του. Δεν ήξερε πως τα ψάρια είχαν τόση ψυχή. Όταν το' μάθε, δεν πήγε ποτέ ξανά για ψάρεμα. Έκανε απλώς τη βαρκάδα του και επειδή ήξερε τον καημό του ψαριού, κάθε απόγευμα αργά κατά τις οχτώ, του τραγουδούσε. Κι εκείνο έβγαινε στην επιφάνεια και τον ευχαριστούσε. Μιλούσαν, ανταλασσαν λόγια αγάπης, πηδουσε το ψάρι στην βάρκα, φιλούσε τον βαρκάρη, του έλεγε πως τον αγαπά και έφευγε.




Ξέρεις γιατί το κόκκινο έγινε πορτοκαλί; Από το φως που μπήκε μέσα. Σαν κάμαρη ηλιόλουστη με μεγάλα παράθυρα την Άνοιξη όπου ζουν δυο άνθρωπ...