Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024






 ΕΚΕΙΝΗ


Ηταν Γενάρης. Οι αμυγδαλιές ανθισμένες. Ήμασταν στο χωριό. Είχε κρύο πολύ και έξω χιόνιζε. Την νύχτα καθόμουν και την κοιτούσα. Ήταν ξαπλωμένη.  Αιωρούνταν πάνω από το κρεβάτι της. Γύρω της μες το σκοτάδι υπήρχε φως. Ήταν το χρυσό φως που εξέπεμπε η μεγάλη της καρδιά. Η μεγάλη δοτικότητά της. Η μεγαλοψυχία της. Η τρυφερότητά της. Και η σοφία της. Σοφία την έλεγαν. Σοφία - Αθανασία. Αυτός που τη λάτρευε ήταν δίπλα της και της κρατούσε συντροφιά. Ζέσταινε την ψυχή της. Την είχαμε πολλές μέρες στο σπίτι να αιωρείται ξαπλωμένη πάνω από το κρεβάτι της. Ο πατέρας μας έλεγε να μη μιλάμε δυνατά και να μην κάνουμε φασαρία για να μην ενοχλείται. Ο πατέρας θυμωνε αν δεν επικρατούσε ησυχία και ηρεμία στο σπίτι. Εμείς κάναμε υπομονή. Την αγαπούσαμε. Τη φροντίζαμε. Δεν βιαζομασταν να την αποχαιρετησουμε. Ανάβαμε κεριά. Κάναμε τα μαθήματα.... Μαγειρεύαμε... Φροντίζαμε τον εαυτό μας.... Και περιμέναμε. Να πετάξει ψηλά. Ο καιρός όμως περνούσε κι εκείνη έμενε εκεί. Δεν έφευγε. Αιωρούνταν πάνω από το κρεβάτι της ξαπλωμένη λουσμένη στο φως. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Μήπως χρειαζόταν κάποια βοήθεια; Μήπως ήθελε βοήθεια για να σηκωθεί; Όχι, όχι σίγουρα θα ήθελε να αναπαυτεί. Μήπως ήθελε να πάει κάπου αλλού; Εμείς τι θέλαμε; Θέλαμε να πάει κάπου αλλού; Όχι. Θέλαμε να είναι εκεί. Πάνω από το κρεβάτι της. Όμως... Κάτι περιμέναμε. Τι; Να πάει πού; Να κάνει τι; Για πόσο θα μένει εκεί; Για πάντα; Για όλη την υπόλοιπη ζωή μας; Και η αγάπη μέσα μας; Μήπως να γινει σαν τις γαλότσες  που φοράμε στο χιόνι; Σαν τις ζεστές γαλότσες με γούνινη επένδυση από μέσα; Η αγάπη μας; Μήπως να γίνει μωβ ομπρέλα στη βροχή; Η αγάπη μας; Μήπως να γίνει υπομονή σε μέρες δύσκολες; Η αγάπη μας; Μήπως να γίνει φωτιά σε τζάκι τον χειμώνα; Μήπως να γίνει η πόρτα που ανοίγει και μπαίνει ο πατέρας; Ζέστη σούπα μες το κρύο; Την ταΐσαμε από την σούπα που περίσσεψε. Σκουπίσαμε τα χείλη της. Της τραγουδήσαμε. Τη σκεπάσαμε. Την φιλήσαμε  στο μέτωπο. Την αγκαλιάσαμε. Και της είπαμε πως ήρθε η ώρα τώρα να αποχαιρετιστούμε. Όμως δεν έφευγε. Δεν εξαφανιζόταν. Μόνο γινόταν λίγο πιο αέρινη και διάφανη. Λίγο πιο σύννεφο. Έμενε όμως εκεί. Ας την. Ας την έτσι σύννεφο. Ας την έτσι να την έχουμε παρέα. Το θέλει κι εκείνη φαίνεται. Μπορούμε να της μιλάμε όποτε θέλουμε. Να της λέμε τα νέα μας και να τη ρωτάμε. Κι εκείνη πάντα θα μας χαμογελά. Ας την έτσι. Για ζεστασιά. Παρέα όλοι μαζί. Η νέα ζωή μας. Και πήγαμε πάλι στο δωμάτιο να κάνουμε τα μαθήματά μας. Και η ζωή μας συνεχίστηκε.

Ξέρεις γιατί το κόκκινο έγινε πορτοκαλί; Από το φως που μπήκε μέσα. Σαν κάμαρη ηλιόλουστη με μεγάλα παράθυρα την Άνοιξη όπου ζουν δυο άνθρωπ...