Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017



   Η Ευτυχία αγαπάει τους ανθρώπους, της φαίνονται όμως οι περισσότεροι κομματάκι τρελοί. Βγαίνουν όλοι στους δρόμους να την ψάξουν. Άλλοι τρέχουν. Άλλοι βαδίζουν ήρεμα. Κάποιοι έχουν σχεδιάγραμμα. Κάποιοι ρωτάνε τους περαστικούς. Άλλοι την ψάχνουν με το ένστικτο. Κάποιοι φωνάζουν το όνομά της. Σηκώνονται απ' τα χαράματα κάποιοι να την ψάξουν και άλλοι βγαίνουν στους δρόμους το απογευματάκι μετά από την δουλειά. Κάποιοι περνάνε από δίπλα της, την αντικρίζουν, δεν καταλαβαίνουν όμως πως είναι αυτή και συνεχίζουν το ψάξιμο. Δεν το καταλαβαίνουν ίσως γιατί είναι μια απλή, πολύ απλή κοπέλα. Ίσως να την περίμεναν πιο εντυπωσιακή. Εκείνη όμως είναι χαμηλών τόνων και σεμνή, γλυκιά και χαμογελαστή. Όσοι αντιλαμβάνονται πως είναι εκείνη, την παρακαλάνε να πάει να μείνει στο σπίτι τους. Κάποιοι την τραβάνε. Τους λέει "Δε χρειάζεται να με τραβάς" θα έρθω σπίτι σου με τη θέλησή μου". Και τους ακολουθεί. Κάθε μέρα σχεδόν ακολουθεί και κάποιον άλλο. Πολλοί άνθρωποι την φέρνουν μέχρι το σπίτι τους. Της το δείχνουν απ' έξω. "Να, αυτό είναι το σπίτι μου" της λένε. Ανοίγουν την πόρτα. Πάει η Ευτυχία να μπει και της την κλείνουν. "Φύγε τώρα" της λένε. Άλλοι την πηγαίνουν πάλι ως το σπίτι τους. Της το δείχνουν απ' έξω. Ανοίγουν την πόρτα και τη βάζουν μέσα. Αν έχουν οικογένεια της την γνωρίζουν. Εδώ θα μένεις της λένε. Τελικά όμως, επειδή δεν τον μπορούν τον ξένο άνθρωπο στο σπίτι τους, μετά από λίγες ημέρες την διώχνουν. "Άκου να δεις" της λένε "Έψαξα πολύ για να σε βρω. Περίμενα πως όταν έμπαινες στο σπίτι μας θα άλλαζε προς το καλύτερο όλη μας η ζωή. Εσύ όμως δε μιλάς, δε λαλάς...κάθεσαι μόνο και μας κοιτάζεις. Δε ξέρουμε τι να σε κάνουμε. Μας είσαι βάρος. Δε μπορούμε να σε κρατήσουμε άλλο. Θα θέλαμε να φύγεις από εδώ." Και η Ευτυχία φεύγει. Υπάρχουν και κάποιοι που όταν τη βρουν, της ανοίξουν την πόρτα και τη βάλουν στο σπίτι τους, την καλοδέχονται αρχικά με μια κούπα ζεστό μυρωδάτο τσάι. Έπειτα της έχουν ζεστό νερό για να πλυθεί, ρούχα καθαρά και φρεσκοσιδερωμένα, νόστιμο φαγητό κι ένα ζεστό κρεβάτι για να κοιμηθεί. Την γνωρίζουν σε όλη την οικογένεια. Συνδέονται με τον καιρό μαζί της. Την αγαπούν, τη φροντίζουν και τη νιώθουν ένα με την οικογένεια. Την ρωτούν, την ακούν και την εμπιστεύονται. Κάποια στιγμή αναρωτιούνται. Όλος ο κόσμος σε ψάχνει Ευτυχία. Μήπως είναι άδικο να σε έχουμε εμείς μονάχα;" Τότε εκείνη τους σκουντάει....τους σκουντάει....και ξυπνούν. Και βλέπουν με το φως του ήλιου πως η Ευτυχία που ονειρεύτηκαν είναι οι άνθρωποι που υπάρχουν στη ζωή τους. Και οι ίδιοι όταν κοιτούν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Κι έπειτα σηκώνονται και κάθε γωνιά του σπιτιού τους την θυμίζει. Ό, τι κάνουν μες το σπίτι τους την θυμίζει. Βγαίνουν έξω και ο ήλιος τους την θυμίζει. Το κελάιδισμα του πουλιού, τα δέντρα και τα λουλούδια. Οι περαστικοί....οτιδήποτε έχουν να κάνουν....Υπάρχουν και άλλοι που ενώ τη συνάντησαν εκεί στο όνειρό τους, σαν αγαπητή μέσα στο σπίτι τους, βγαίνουν έξω και αντικρίζουν βομβαρδισμένα τοπία. Και ανθρώπους χτυπημένους και τραυματισμένους. Ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους. Τότε ξεκινούν να λεν σε αυτούς τους ανθρώπους την ιστορία τους. Πώς τρύπωσε δηλαδή η Ευτυχία και πώς κατοικεί μέσα τους. Πώς είναι. Πώς τους ζεσταίνει την ψυχή τους. Πώς τους ομορφαίνει την καθημερινότητα. Πως τους βοηθά να κατανοήσουν τον κόσμο. Την καλοσύνη και την ασχήμια του. Τη ζεστασιά και τη βία του. Έπειτα τους χαμογελούν, τους αγκαλιάζουν και τους φιλούν.

 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χοντρό ψάρι. Το ψάρι ήταν χοντρό γιατί έτρωγε πολύ. Έτρωγε έτρωγε και φουσκωναν τα μάγουλά του και φούσκωνε...