Σάββατο 10 Μαΐου 2025




Το παρτι τελείωσε.
Κι εγώ μαζεύω τα ποτήρια. Τις σερπαντινες και τα κομφετι.
Η μουσικη έκλεισε.
Πολλη χαρα.
Πολλή γιορτη.
Κι ομως τιποτα δεν έγινε.
Η μηπως έγιναν όλα;
Είναι όλα μια γιορτη;
Και τι ειδους γιορτη ειναι αυτή;
Οταν σβηνεις το φως και δεν συμβαινει τιποτα.
Θυμαμαι μια φορα στην ταξη σβησαν τα φωτα και πηγα και αγκαλιασα τον δασκαλο.
Κατι ειναι κι αυτο.
Τουλαχιστον υπήρχε μια φλογίτσα
Ουτε λίγη απογοητευση στο βαθος.
Ουτε ενα λουλουδι μ' αγκαθια στην ψυχη.
Δεν γινεται τιποτα.
Ισως ολα να ρεουν αλλα δεν ταραζονται.
Απολυτως τιποτα.
Κρίμα.
Τοση προσπαθεια
Τοσος δρομος
Τοσος πονος
Τοσο κλαμα για μη μπορει να καψει ουτε μια τοση δα φωτιτσα.
Και το φαί δεν το βρισκω πια πολύ γευστικό.
Μηπως βρίσκομαι σε αμαξιδιο;
Και δυσκολευομαι να βρεξω τα ποδια μου στη θαλασσα;
Παρακαλω
Καποιος να με βοηθησει να παω ως τη θαλασσα.
Οχι μπορω μονη μου.
Θα συρω το αμαξίδιο.
Αλλα γιατι να παω.
Λείπει κι αυτός...
Κανενας λογος.
Τουλαχιστον να νιωσουμε τον θανατο μας.
Κατι ειναι κι αυτο.
Να χορεψουμε στον υπνο μας κρατημενοι χερι χερι.
Θα φοραω κιτρινα.
Θα σου δωσω ενα ηλιολούλουδο.
Και θα θυμηθουμε τοτε που ημασταν μικροι. Εφηβοι.
Θ' ακουσουμε το κυμα.
Κατι ειναι κι αυτο
Και θα φαμε γρανιτα χωρις να νιωθουμε.
Ισως αυτο να ειναι παντελως ασημαντο.
Η ισως να ειναι κατι κι αυτο.
Η θυμηση.
Κατι να ειναι η θυμηση.
Ισως και τιποτα.
Ο αερας απλως που φυσαει την κουρτινα.
Και μια γλαστρα που σπαει.
Κατι ειναι κι αυτο.
Ισως μια μερα καταφερουμε παλι να ζησουμε.
Ε;
Τι λες κι εσυ.

 

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Αν η καρδια μου ήταν αποχη
Θα επιανα ψάρια καρδιες.
Θα σου τις εδινα να τις αγγιξεις
Κι επειτα θα τις πετουσα παλι στη θαλασσα.
Να ζησουν ελεύθερες.




Στον πρώτο δάσκαλο θεάτρου

Πόσο βαθιά σε συγχώρεσα
Και πόσο αυστηρά απαγόρευσα στον εαυτό μου να σου μιλα.
Να επικοινωνεί.
Να σχετιζεται.
Με πόση σφοδρότητα μάλωσα την ψυχή μου
που χαμογέλασε τρυφερά σε έναν εγκληματία.




Όλοι οταν προσεύχονται θυμούνται τον Χριστό. Δεν σκεφτονται κι εμας που πεθάναμε από αγάπη και δεν αναστηθήκαμε ποτέ.





Όλο τον θορυβο της εβδομαδας

θα τον βάψω με το γαλάζιο της θάλασσας.

Κι επειτα θα βυθιστώ στη

σιωπή.

Εκεί...στη γαλάζια σιωπή, ήρεμη, γαλήνια, θα σε συναντήσω.




Σάββατο 22 Μαρτίου 2025


Το κεφάλι μου είναι μια τεράστια κόκκινη καρδιά.
Ολες μου οι αισθήσεις περνούν μέσα από εκείνη.
Είναι εύκολο να πληγωθεί.
Πρέπει να την προστατεύσω.
Δεν ξέρω τον τροπο για να μην είναι τόσο εκτεθημένη.
Αν ρίξω επάνω της ένα μαντιλι,
Το μαντίλι θα γεμίσει αίμα.
Η καρδιά δεν θέλει τίποτα επάνω της.
Δεν θέλει να προσπαθησεις να την κρύψεις
Θέλει να την αγαπάς.
Θέλει εκείνον να την κοιτάζει, να τη νιωθει, να την ακούει και να τη σεβεται.
Θέλει εκείνον να την αγαπά.
Η καρδιά καταθέτει τα όπλα.
Ζητάει βοήθεια απο νοσοκομείο.
Δεν ξέρει να προστατεύεται.
Πρέπει να γίνει μεγάλη αλλαγή.
Να μπει ξανά μεσα στο σώμα μου.
Κάτι ήξερε η φύση που την έβαλε εκεί.
Πού παντα τη βάζει εκεί.
Μέσα στο σώμα.
Τι ήθελα να την ξεριζωσω και να τη βάλω στο κεφάλι μου.





Νόμισαν πως στεκονταν οι δυο τους μπροστα σε τεραστιο λευκο καμβα.
Πήραν χρώματα με τα χέρια τους να ζωγραφίσουν την αγάπη.
Την έκαναν πολύχρωμη και φωτεινή.
Όμως αυτό δεν τους αρκούσε.
Τότε διαπίστωσαν πως ο καμβάς ήταν παράθυρο από το οποίο μπορούσες να πετάξεις και να βγεις σε κήπο ηλιόλουστο.
Κρατήθηκαν από το χερι και δραπέτευσαν.
Ήταν ανάλαφροι και μόνοι.
Φορουσαν λευκά.
Τα μαλλιά τους ήταν γκρίζα.
Κι ο ήλιος τους ρώτησε τι είναι ευτυχια.
Του απάντησαν πως είναι ο έρωτας, η αγάπη και μια ανάλαφρη καρδιά.
Ο ήλιος τους θαύμασε.
Σπάνια συναντούσε πιο σοφούς από εκείνον.
Έκλεισε το βιβλίο του για λίγο.
Έβγαλε τα γυαλιά του.
Μονολογούσε.
"Ο έρωτας, η αγάπη και μια αναλαφρη καρδιά."





Το παρτι τελείωσε. Κι εγώ μαζεύω τα ποτήρια. Τις σερπαντινες και τα κομφετι. Η μουσικη έκλεισε. Πολλη χαρα. Πολλή γιορτη. Κι ομως τιποτα...